+Λάμπρου Απ. Τατσιόπουλου: "Λαογραφικά Κομποτίου - του Λαζάρου", Μέρος 1ο
+Λάμπρου Απ. Τατσιοπούλου, Διδασκάλου- Συγγραφέως
Προεόρτια του Πάσχα είναι η γιορτή του Λαζάρου. Είναι της σειράς των κινητών εορτών του Πάσχα, που έχει ως αρχή της την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, που με το άνοιγμα του Τριωδίου άνοιγαν οι τσοπάνηδες τ΄ασκιά με το τυρί. Πρώτα έρχεται το Σάββατο του φτωχού Λαζάρου και ύστερα της παραμονής των Βαΐων, του πλουσίου Λαζάρου.
Τότε τραγουδούσαν τα παιδιά, τα «Λαζαρούδια», όπως τα έλεγαν, το Λάζαρο. Από μέρες πολλές, και με τη βοήθεια των γερόντων, μάθαιναν τα τραγούδια του Λαζάρου και όλα όσα θα καλοκάρδιζαν τους νοικοκυραίους του χωριού.
Σε κάθε αυλή και σκυλλί, τότε. Τα τζιουμάκια, και με κεντριά μάλιστα, ήταν απαραίτητα και η ομάδα έπρεπε να έχει τον άξιο φύλακά της, γιατί αλλιώς έχανε τ΄ αυγά και το καλάθι ! Χωρίς καλάθι «Λαζαρούδια» δεν γύριζαν στο χωριό. Το στόλιζαν τα παιδιά με τα λουλούδια της εποχής όλα. Έβαναν και στον πάτο του άχυρο για τ΄ αυγά. Σπάνιζαν τότε τα χρήματα και τ΄αυγά ήταν το φιλοδώρημά τους.
«Λαζαρούδια» γινόταν τα νήπια και τα παιδάκια, οι έφηβοι σπάνιζαν, ντρέπονταν ν΄ ακούνε: «εσύ παιδί μου είσαι για νύφη, δεν είσαι γι΄ αυγά !».
Τη νύχτα του Λαζάρου περνούσαν και οι μεγάλοι Λάζαροι, οι «αληθινοί!».
Φορούσαν άσπρο μακρύ πουκάμισο, ζωσμένο με ψυχοκέρι και γύριζαν με συνοδό, που κράταε το καλάθι των αυγών.
Οικογενειάρχες φτωχοί ήταν, που μάζευαν έτσι της Λαμπρής τ΄ αυγά! Γαυγίσματα σκυλλιών και τραγούδια παιδιών ακούονταν από το πρωί ως το βράδυ της γιορτής του Λαζάρου.
Ολούθε άκουες: «να τα πούμε, μπάρμπα;», «να τραγουδήσουμι, κάκου;». Και τραγουδούσαν:
Τ ρ α γ ο ύ δ ι Ν η π ί ω ν
Ήρθ΄ ο Λάζαρος, παιδιά,
Το καλάθι θέλ΄ αυγά,
οι τσεπούλες καρυδούλες,
τα χεράκια πενταρούλες,
ζαχαράτα και φιλάκια
θέλουν όλα τα παιδάκια!
Χρόνια πολλά!
Ο Λ ά ζ α ρ ο ς
Καλή μέρα σας, καλή βραδειά σας,
Καλώς ηύραμε την αφεντιά σας.
ήρθ΄ ο Λάζαρος, ήρθαν και τα Βάϊα,
ήρθε η γιορτή μεγάλη κι άγια!
-Που ήσαν Λάζαρε, βαθιά χωμένος
και με τους νεκρούς σαβανωμένος.
-Ήμανε νεκρός στη Βηθανία
και με έκλαιγαν η Μάρθα κι η Μαρία.
Έμαθ΄ ο Χριστός κι οι Απόστολοι,
δάκρυσε κι αυτός κι οι φίλοι όλοι.
«Άδη, τάρταρε΄ ένα έχω φίλο,
και το Λάζαρο δεν στον αφήνω!
Σήκω, Λάζαρε!», κράζει με κλάμα
και στο σπίτι μου πήραμ΄αντάμα.
Η Μαρία μου μύρο τ΄ απλώνει
κι η μάρθα μου τραπέζι στρώνει!
Θαύμα ήτανε, το ΄μάθε η Πόλη,
πήραν τα βάγια τους και βγήκαν όλοι.
-Γράφει ο Αϊ Θόδωρος, γράφει ο Αϊ Γιώργης,
να΄ χει τα καλά ο νοικοκύρης.
Κι τ΄Χρόν΄!
Ο Λ ά ζ α ρ ο ς
Σήμερα έρχετ΄ ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός.
Μέσ΄ στην πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία,
Λάζαρο τον αδερφό τους, το γλυκό και γκαρδιακό τους.
Τρείς μερούλες τον θρηνούσαν και τον εμοιριολογούσαν.
Και τη μέρα την Τετάρτη κίνησ΄ ο Χριστός για να ΄ρθει.
Τότε βγήκε η Μαρία όξ΄ από τη Βηθανία
Και μπροστά του γονατίζει και τα πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσαν, Χριστέ μου δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου,
Μα και τώρα εγώ πιστεύω και πολύ καλά το ξέρω,
Πως μπορείς, άμα θελήσεις, και νεκρούς να αναστήσεις.
-Πίστεψέ το, εσύ Μαρία, κι όλοι πάμε στα μνημεία.
Εκεί Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο, το Λάζαρο θα σας τον πάρω!
Έλα έξω, Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου!
Κι άξαφνα, από τον Άδη, σαν ολόφωτο σημάδι,
Ο Λάζαρος απολυτρώθηκε, αναστήθηκε και σηκώθηκε,
Ζωντανός, σαβανωμένος και με το κερί δεμένος.
Μαθητές και Απόστολοι ταραχτήκανε τότε όλοι.
-Δόξα στο Θεό, φωνάζουν και το Λάζαρο ξετάζουν.
-Λάζαρε, πέσ΄ μας, τι είδες εκεί στον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
Και αν πολύ με αγαπάτε, τίποτα να μη ρωτάτε!
-Και του χρόνου με υγεία και αγάπη να σας βρούμε,
Του Λαζάρου το τραγούδι με χαρά να τραγουδούμε!
Χρόνια πολλά !