Το Κήρυγμα της Κυριακής 09/02/2020
(Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου). Λουκ. 18, 10 – 14.
Μέ τό ἄνοιγμα τοῦ Τριωδίου σήμερα ἡ Ἁγία Ἐκκλησία παρουσιάζει σέ ὅλους μας δύο προσωπικότητες μέ τήν προτροπή νά μιμηθοῦμε τή μία καί νά ἀποστραφοῦμε τήν ἄλλη. Νά μιμηθοῦμε τή μετάνοια καί τήν ταπείνωση τοῦ Τελώνου καί νά ἀποστραφοῦμε τήν ὑψηγορία τοῦ Φαρισαίου.
Ἀνέβηκαν καί οἱ δύο στό Ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ Φαρισαῖος, ὅμως, μετά τήν πρώτη του ἄνοδο βίωσε τήν πνευματική κάθοδο καί καθίζηση.
Ὁ Τελώνης, ἀπό τήν ἄλλη, μετά τήν πρώτη του ἄνοδο στό Ναό παρέμεινε σέ μία διαρκή πορεία ἀνόδου πρός τό Θεό μέσ’ ἀπό τήν ἐλεύθερη καί ἠθελημένη ταπείνωση καί μέσα ἀπό τόν αὐτοεξευτελισμό, στόν ὁποῖο ὑπέβαλε τό πρόσωπό του.
Στήν ὡραία καί εὐλογημένη λοιπόν διαδρομή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς αὐτός ὁ αὐτοκαθαιρέτης τοῦ ἑαυτοῦ του καθίσταται ἀσφαλής καί ἀπλανής ὁδηγός μας, μέ σκοπό νά τόν μιμηθοῦμε καί νά βαδίσουμε μαζί του τό δρόμο πρός τήν Ἀνάσταση.
Ἀκολουθώντας τά χνάρια τοῦ Τελώνου καλούμαστε νά τόν μελετήσουμε καί νά δοῦμε πῶς ἐκδηλώνει πρακτικά τήν ταπείνωση καί τή μετάνοιά του. Τό πρῶτο πού προσέχουμε στή διήγηση τοῦ Ἰησοῦ γιά ἐκεῖνον εἶναι τό: «μακρόθεν ἑστώς». Στέκεται μακριά ἀπό τό σύνολο τῶν πολλῶν. Ὁ Τελώνης ζητάει καί βιώνει τήν ἐλεύθερη αὐτοαπομόνωση. Δέν τό κάνει ἐπειδή δέ θέλει τούς ἄλλους. Τό κάνει ἐπειδή αἰσθάνεται πώς εἶναι ἀνάξιος νά βρίσκεται ἀνάμεσά τους. Τούτη ἡ αὐτοεξορία εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά κάνει τήν αὐτοεξέτασή του καί τόν αὐτοέλεγχό του χωρίς ἐμπόδια καί χωρίς τίς ἐπιδράσεις πού μπορεῖ νά ἔχει ἡ παρουσία τῶν ἄλλων. Ἡ ἀπομόνωση ἀπό τούς ἀνθρώπους δέ σημαίνει ἀποστροφή γιά ἐκείνους. Σημαίνει ἀναζήτηση τῆς ἀπαραίτητης ἡσυχίας γιά περισυλλογή καί καθαρή μελέτη τῆς συνειδήσεως. Αὐτή τήν ἐλεύθερη ἀπομόνωση πέτυχε ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμός καί μοναχισμός. Τό κελί εἶναι τό «μακρόθεν» τοῦ κόσμου μέρος γιά τό μοναχό καί γιά τή μοναχή, στό ὁποῖο βρίσκει τόν ἑαυτό του, μελετάει τά λάθη του, μετανοεῖ καί βρίσκει καί τούς ἀδελφούς του, καθώς μέσα σ’ αὐτό τό κελί προσεύχεται γιά τή σωτηρία καί τήν προκοπή ὅλου τοῦ κόσμου.
Τό δεύτερο στοιχεῖο πού καθιστᾶ τόν Τελώνη ὁδηγό μας στήν πορεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι τό: «οὐκ ἤθελεν οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι». Στέκεται κοινωνός τῶν ἄλλων ἀλλά μακριά τους μέ σκοπό τήν ἐπίτευξη τῆς ἡσυχίας. Ἔχει σκυμμένο τό κεφάλι μέσα στό στῆθος, ἐπειδή δέν τολμάει ἀπό τή συντριβή καί τήν ταπείνωση πού βιώνει νά σηκώσει τά μάτια του στόν οὐρανό. Αὐτή ἡ ἐσωτερική κίνηση τοῦ Τελώνου εἶναι ἡ βάση γιά τήν ἡσυχαστική προσπάθεια καί παράδοση, πού ἀνάπτύχθηκε μέσα στήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί θεμελιώθηκε θεολογικά ἀπό τούς νηπτικούς πατέρες μέ κορυφαῖο τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὁ πιστός πού ἐπιθυμεῖ νά ταξιδέψει στόν οὐρανό κρατάει τό βλέμμα του καί τήν καρδιά του βαθιά μέσα στή γῆ καί φτάνει μέχρι τόν Ἅδη.
Κοιτάζει χαμηλά γιά ν’ ἀνεβεῖ ψηλά. «Κράτα τό νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι», λέγει ὁ Χριστός στόν Ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη, γιά νά τοῦ δώσει τό μήνυμα πώς τό νά κρατᾶμε τό νοῦ μας στόν Ἅδη εἶναι μία πρόσκληση στίς πιό σκοτεινές ἀβύσσους τῆς ὕπαρξής μας. Εἶναι μία πρόσκληση νά ἀπογυμνώσουμε τήν ψυχή μας καί νά τήν ἐκθέσουμε στίς ἀκτίνες τῆς θείας ἀγάπης. Ὅσο τό θεῖο Φῶς φωτίζει τό σκοτάδι τῆς καρδιᾶς μας, τόσο διακρίνουμε ἐκεῖ τίς ἀκαθαρσίες πού ἀμαυρώνουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅσο περισσότερο συνειδητοποιοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Δημιουργοῦ μας, τόσο πιό πολύ ὑποφέρουμε πού Τόν ἔχουμε πληγώσει. Ἀλλά αὐτή ἡ λύπη εἶναι ζωηφόρος, ἀντίθετα ἀπό αὐτή τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι θανατηφόρος. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ καρδιά τῆς παραδοξότητας τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας, ὅπου πρέπει νά πεθάνεις γιά νά ἀναστηθεῖς. Νά περάσεις ἀπό τόν Ἅδη γιά νά εἰσχωρήσεις στή Βασιλεία. Νά ταπεινωθεῖς γιά νά ἀνέλθεις. Νά ἀδειάσεις ἀπό τό ἐγώ, γιά νά πληρωθεῖς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Συνεπῶς ἡ μετάνοια, πού στή ριζική της μορφή εἶναι αὐτοκαταδίκη, τελικά εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο τῆς ἐνοχῆς. Ἐνῶ ἡ ἐνοχή συνιστᾶ ἐγκλεισμό, τελμάτωση, ἐσωστρέφει καί ἀπελπισία, ἡ μετάνοια εἶναι ἀπελευθέρωση, κίνηση, ἄνοιγμα στόν ἄλλο καί στόν ἀποκαλυπτόμενο Θεό.
Αὐτή τή βουτιά πού ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο ἔκανε ὁ Τελώνης γι’ αὐτό «ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος». Χτυποῦσε τό στῆθος του ἀπό συντριβή, ἡ ὁποία προμήνυε τήν προσωπική του ἀνάσταση. Τό τρίτο στοιχεῖο πού κάνει τόν Τελώνη ἄξιο διδάσκαλο καί ὁδηγό γιά τήν πνευματική μας πορεία εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ κραυγή τῆς προσευχῆς του: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Εἶναι μία κραυγή ἥσυχη καί ἐσωτερική, ἀθόρυβη ἀλλά ταυτόχρονα καί δυνατή, πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως εἰλικρινής καί αὐθεντική. Ξεκινάει ἀπό τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί ἐκτοξεύεται στό Θεό χωρίς ἐμπόδια καί βαρίδια. Ἔχει μέσα της τή δοξολογία, τήν ἱκεσία καί τή μετάνοια. Τήν διατρέχει ἡ ταπείνωση καί ἡ αὐτογνωσία. Εἶναι ἡ προσευχή ὅλων τῶν πιστῶν καί τῶν ἁγίων, πού τούς ἑνώνει μέ τό Θεό καί τούς σώζει.
Ἀπό τή σημερινή ἡμέρα ἀξίζει νά κρατήσουμε ὡς πολύτιμο θησαυρό τήν τελωνική προσευχητική κραυγή: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Νά τή χρησιμοποιήσουμε ὄχι μόνο στή φετινή περίοδο τοῦ Ἁγίου Τριωδίου ὡς πνευματικό ἐργαλεῖο ἀλλά καί σ’ ὁλόκληρη τή ζωή μας. Ὅσο πιό πολύ τή μεταχειριστοῦμε, τόσο πιό πολύ θά ὠφεληθοῦμε καί θά δοξασθοῦμε ἀπό τόν Κύριο, πού ξέρει καί ἐπιθυμεῖ νά δοξάζει τούς ταπεινούς καί νά ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους. Ἀμήν.
Πηγή: Ι.Μ. Δημητριάδος & Αλμυρού