Ἀπό τό Γεροντικό
Ἀνέβαινε κάποτε ó Ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἀπό τή Σκήτη στό ὄρος τῆς Νιτρίας. Καί σάν πλησίασε στόν τόπο, εἶπε στόν μαθητή του:
Καί ἐνῶ ἐκεῖνος προχωροῦσε, συναντᾶ ἕναν ἱερέα τῶν εἰδωλολατρῶν. Καί τοῦ φώναξε δυνατά ὁ ἀδελφός:
Γυρίζει τότε ἐκεῖνος, τόν χτυπᾶ καί τόν ἀφήνει μισοπεθαμένο. Καί σηκώνοντας τό ξύλο, ἔτρεχε. Σάν προχώρησε δέ λίγο, τόν συναντᾶ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος καθώς ἔτρεχε. Καί τοῦ λέγει:
Θαυμάζοντας δέ, ἦλθε κατά τό μέρος του καί εἶπε:
Τοῦ λέγει ὁ γέρων:
Τοῦ λέγει καί ἐκεῖνος:
Καί κατάλαβε ὁ γέρων ὅτι ἦταν ὁ μαθητής του. Καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια του ὁ ἱερεύς, ἔλεγε:
Καί πῆγαν παρά πάνω, ὁποῦ ἦταν ὁ μοναχός καί τόν ὑποβάσταξαν καί τόν ἔφεραν στήν ἐκκλησία τοῦ ὄρους. Καί βλέποντας τόν ἱερέα μαζί του, δοκίμασε ἔκπληξη. Καί τόν ἔκαμαν μοναχό. Καί πολλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἔγιναν ἐξ αἰτίας του χριστιανοί. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ Ἀββᾶς Μακάριος: