Skip to main content

Το Κήρυγμα της Κυριακής της Σαμαρείτιδος (02.06.2024)

28 Μάι 2024 22:21

Του Σεβ. Μητρ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

Ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, μία γυναῖκα τῆς καθημερινότητος, γίνεται σήμερα παράδειγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς τὶς μεγάλες ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ σημερινὸ περιστατικὸ περιγράφει ἕναν διάλογο ἀνάμεσα στὸν Κύριο καὶ μία Σαμαρείτιδα. Μία ἀλλοεθνῆ, ἀλλὰ καὶ γυναῖκα, μὲ τὴν ὁποίαν συνομιλεῖ ὁ Διδάσκαλος, προκαλώντας τὴν ἀπορία, ἴσως καὶ τὴν ἀγανάκτηση τῶν Μαθητῶν Του.  Κι ὅμως, γιὰ μία ἀκόμη φορά, ὁ Χριστὸς παρακάμπτει τὰ στερεότυπα, ἀρνεῖται τὴν ὑποτίμηση τοῦ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου καὶ ἀποδέχεται τὴν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὡς ἰσότιμο συνομιλητή Του.

Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ βρίσκουμε στὸ Εὐαγγέλιο τὸν Κύριό μας νὰ παραμένει σιωπηλός, ἀκόμη καὶ ὅταν περιτριγυρίζεται ἀπὸ πλήθη ποὺ διαρκῶς ζητοῦν ἀπαντήσεις ἢ καὶ κάποιο θαῦμα. Ἄς θυμηθοῦμε τὴν Χαναναία καὶ τὴν ὑπομονὴ της μέχρι νὰ τῆς ἀπευθύνει τὸν λόγο ὁ Κύριος καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἱκεσίες της. Ἄς θυμηθοῦμε ἀκόμα καὶ τὴν σιωπὴ Του ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ὅταν ἐκεῖνος τὸν ρωτᾷ στὸ Πραιτόριο γιὰ τὸ τί εἶναι ἀλήθεια.

Σήμερα, ὅμως, τὴν συζήτηση τήν προκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀπευθυνόμενος σὲ μία γυναῖκα ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ ἁπλῶς γιὰ νὰ γεμίσει τὴν στάμνα της μὲ νερό. Δὲν διακατέχεται ἀπὸ βασανιστικὰ ἐρωτήματα. Δὲν ἔχει τὴν ἀνάγκη νὰ θεραπευτεῖ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια. Ἡ πνευματική της κατάρτιση εἶναι στοιχειώδης. Γνωρίζει μόνον πὼς οἱ Ἑβραῖοι ἀποφεύγουν μετὰ βδελυγμίας τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ πὼς διαφωνοῦν γιὰ τὸν τόπο ποὺ βρίσκεται ὁ Θεός.

Μιὰ γυναῖκα ἁπλοϊκὴ γνωρίζουμε, λοιπόν, σήμερα. Καὶ συγχρόνως, μιὰ γυναῖκα ἁμαρτωλή, σύμφωνα μὲ τὴν ἠθική τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ ὁποία ἀπέτυχε νὰ ἀφοσιωθεῖ σὲ μία σχέση, ἀλλάζοντας διαρκῶς συντρόφους. Ἕνα πλάσμα ὁπωσδήποτε περιφρονημένο ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες της, ἕνα πλάσμα ποὺ ἴσως καὶ σήμερα, θὰ δεχόταν σχόλια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης.

Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὴ τὴν Σαμαρείτιδα, ἐπιλέγει γιὰ συνομιλήτριά του ὁ Κύριος. Καὶ μάλιστα, σὲ αὐτὴν ἀποκαλύπτει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὶς πιὸ θεμελιώδεις ἀλήθειες τοῦ κηρύγματός Του. Ποιὲς εἶναι αὐτές; Πρῶτα πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὕπαρξη πνευματικὴ καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ καταστήσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ τοὺς κατοικητήριό Του. Καὶ βέβαια, ἡ δεύτερη μεγάλη ἀλήθεια εἶναι πώς, αὐτὸς ποὺ τώρα τῆς μιλᾷ, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Μεσσίας. Αὐτὲς εἶναι οἱ δυὸ μεγάλες ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες, ἀκόμη καὶ οἱ Μαθητές Του, ἂν καὶ τὶς ἄκουγαν διαρκῶς, δυσκολεύονταν νὰ τὶς κατανοήσουν καὶ συχνὰ ἀντιδροῦσαν μὲ ἐπιφυλακτικότητα καὶ ἀμφιβολία. Κι ὅμως! Ἡ Σαμαρείτιδα τὰ ἀποδέχεται ὁλόκαρδα μέσα σὲ λίγες στιγμές. Ἡ ἁπλή της καρδιὰ γεμίζει χαρά. Μιὰ χαρὰ συναρπαστική, πρωτόγνωρη, ποὺ δὲν ἀντέχει νὰ τὴν κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀλλὰ σπεύδει νὰ τὴν μοιραστεῖ  μὲ τοὺς συμπατριῶτες της.  Ὅλα δείχνουν λοιπόν, πὼς αὐτὴ ἡ ἑτοιμότητα καὶ ἡ προθυμία ἐκ μέρους της, τὴν καθιστοῦν ἄξια νὰ δεχτεῖ τὴν ἀποκάλυψη τῶν θαυμασίων του Θεοῦ.

Μπορεῖ ἡ Σαμαρείτιδα νὰ ζοῦσε μέχρι τότε μία ζωὴ κοινότυπη καὶ πληκτική, μία ζωὴ ὑπόδουλη στοὺς ρυθμοὺς τῆς καθημερινότητος, μία ζωὴ χωρὶς χαρά, χωρὶς βάθος, χωρὶς προοπτική. Μέχρι τὴν στιγμὴ ἐκείνη, μπορεῖ ὁ μεγάλος πόνος νὰ μὴν τὴν εἶχε συναντήσει, οὔτε ὅμως ἡ μεγάλη χαρὰ εἶχε ἀγγίξει τὴν ζωή της. Εἶναι ὁλοφάνερο: Ἡ γυναῖκα αὐτὴ κάτι ζητοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τί. Κάτι ποθοῦσε, ἀλλὰ δὲν τὸ γνώριζε. Γιὰ κάτι διψοῦσε ἡ ψυχή της, ἀλλὰ ἔμενε διαρκῶς διψασμένη. Ἔρχεται ὅμως ἡ ἀπρόσμενη συνάντηση μὲ Αὐτὸν τὸν Ἄγνωστο καὶ γεμίζει ἡ ζωή της μὲ ἔκπληξη. Ἔρχεται Κάποιος ποὺ τὴν αἰφνιδιάζει καὶ γεννᾷ μέσα στὴν ψυχὴ της τὸν πόθο γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Μεσσία γιὰ τὸν ὁποῖον ἄκουγε ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἐκεῖνον τὸν διαρκῶς ἀναμενόμενο, ποὺ θὰ σώσει τὸν κόσμο.

Καὶ ἰδού! Ἡ μεγάλη ὥρα ἔχει ἔρθει. Ὁ πολυπόθητος Μεσσίας δὲν εἶναι πλέον ἀναμενόμενος, ἀλλὰ παρών. Ἔχει ἔρθει γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνην προσωπικά. Στέκεται ἐνώπιόν της σὰν ἕνας καθρέφτης ποὺ πάνω του καθρεφτίζεται ἡ ζωή της. Γεύεται ἐπιτέλους τὸ νερὸ ποὺ σβήνει μία γιὰ πάντα τὴ δίψα καὶ  διαπιστώνει πόσο διψοῦσε.  Γεύεται ἐπιτέλους τὴν παρουσία μιᾶς ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ διαπιστώνει πόσο ἔλειψε μία τέτοια ἀγάπη στὶς ἐφήμερες σχέσεις της. Συνειδητοποιεῖ πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι  ἀπόμακρος, ἐγκατεστημένος στὴν κορφὴ ἑνὸς βουνοῦ ἢ στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ κοντινός, ποὺ ἔρχεται νὰ τὴν συναντήσει ὡς φίλος καὶ Πατέρας.

Αὐτὴ ἡ ἀπρόσμενη συνάντηση δὲν καθρεφτίζει μόνο τὴν ζωή της. Ἔρχεται καὶ νὰ τὴν ἀλλάξει. Μέχρι χθές, ἦταν μία καθημερινὴ κοπέλα, ἴσως ἀποτραβηγμένη ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου ἐξαιτίας τῆς ζωῆς της. Πλέον, ὅμως, δὲν κρύβεται. Αἰσθάνεται συγχωρεμένη γιὰ τὰ λάθη της. Βιώνει τὸ ξεκίνημα μιᾶς νέας ζωῆς. Δὲν ξέρει πολλὰ γιὰ τὸν ἄγνωστο συνομιλητή της, γνωρίζει ὅμως γιὰ τὸ ἀπρόσμενο φῶς ποὺ γέμισε ξαφνικὰ τὴν ψυχή της. Μεταβάλλεται σὲ κήρυκα τοῦ Θεανθρώπου καὶ μάλιστα, μὲ τέτοιο ζῆλο, πού μᾶς θυμίζει τὸν ζῆλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, πού, βέβαια, ἀπέκτησαν πολὺ ἀργότερα,  μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Πόσο εὔκολη, πόσο ἁπλή μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἡ Σαμαρείτιδα τὴν πίστη! Πόσο βαθιά, πόσο ὁλοκληρωτική μᾶς παρουσιάζει τὴν χαρὰ ποὺ περιμένει τὴν ψυχή μας ὅταν ἀποφασίσουμε νὰ τὴν παραδώσουμε στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Πόσο γεμάτη, πόσο πλούσια, πόσο  ἐλαφρωμένη ἀπὸ τὰ λάθη τοῦ παρελθόντος ζωὴ βιώνει τώρα, ποὺ ὁ Θεὸς γίνεται ὁ μόνιμος σύντροφος τῆς ψυχῆς της! Πόσο εἶναι πλέον ἕτοιμη νὰ μοιραστεῖ τὴν χαρά της καὶ νὰ γίνει γιὰ τοὺς ἄλλους ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀλήθειας!

Ἀδελφοί μου,

Ἡ ἁπλὴ Σαμαρείτιδα δὲν μοιράστηκε αὐτὴν τὴν ἀπρόσμενη καὶ πρωτόγνωρη χαρὰ μόνον μὲ τοὺς συμπατριῶτες της. Μέσα ἀπὸ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἔρχεται νὰ τὴν μοιραστεῖ καὶ μὲ ὅλους μας. Τὰ λόγια καὶ ἡ συμπεριφορὰ της φτάνουν ὡς ἐμᾶς σὰν πρόσκληση καὶ σὰν διαβεβαίωση. Μὲ τὸ δικό της ἁπλοϊκὸ ἀλλὰ καὶ τόσο εἰλικρινῆ τρόπο μᾶς παρουσιάζει τὰ θαύματα ποὺ συμβαίνουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναντήσει τὸν Θεό. Κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή, ὁ Χριστὸς καλεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ τοῦ παραδώσουμε τὴν ζωή μας, ὥστε νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἴδια χαρά, τὴν ἴδια πληρότητα, τὴν ἴδια ἀναγέννηση ποὺ χάρισε τότε στὴν Σαμαρείτιδα. Ὅλοι διψᾶμε γιὰ ἀλήθεια καὶ ζωὴ καὶ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς βρίσκει στὴν καθημερινότητά του ἕνα «πηγάδι» αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μὲ νερὸ ποὺ ἀνακουφίζει, δυστυχῶς, γιὰ πολὺ λίγο, τὴν  δίψα μας. Ἂν ὅμως τὸ θελήσουμε, θὰ διακρίνουμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ κάθεται στοῦ καθενός μας τὸ πηγάδι, τὸ ρηχὸ καὶ συχνὰ στερημένου ὕδατος, καὶ νὰ μᾶς ὑπόσχεται ὕδωρ ζωῆς, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει διψασμένους. Μόνον Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ χαρίσει, γιατί μόνον Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς ποὺ δὲν γνωρίζει τέλος. Ἀμήν.