O άγιος Ιερομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Οι Νεομάρτυρες του Γένους, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2021, σελ. 397-400
O άγιος Ιερομάρτυς Χρυσόστομος (Καλαφάτης, 1867-1922) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Γεννήθηκε στην Τρίγλια της Βιθυνίας, στην Προποντίδα. Ήταν υιός του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμωνίδου και παιδί 8μελούς οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων και φρόντισε για την καλή μόρφωσή του από μικρή ηλικία. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1901, ενώ παράλληλα είχε χειροτονηθεί Διάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1897 κατέλαβε το αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, προσφέροντας σημαντική υπηρεσία από τη θέση αυτή και το 1902 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Δράμας, ξεκινώντας ευρύ ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο. Η ποιμαντορία του στην πόλη αυτή συνέπεσε με τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) και αγωνίσθηκε κατά της βουλγαρικής βίας και προπαγάνδας, για την παλινόρθωση και στήριξη του ελληνικού στοιχείου. Ο ίδιος ανέλαβε προσωπικό αγώνα στην περιοχή κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων (ενόπλων παραστρατιωτικών). Στην Δράμα, εκτός των άλλων, ανέπτυξε αξιόλογη κοινωνική και φιλανθρωπική δράση και ίδρυσε ορφανοτροφείο και γηροκομείο, ανήγειρε μεγάλο ναό, έκτισε εργατικές κατοικίες για τους καπνεργάτες, μέγαρο για την Μητρόπολη, Σχολή αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Οι δραστηριότητές του όμως προκάλεσαν ανησυχία στην τουρκική διοίκηση και γι’ αυτό απομακρύνθηκε δύο φορές από την θέση του.
Το 1910 έγινε Μητροπολίτης Σμύρνης και άμεσα κάλεσε τους χριστιανούς να εργαστούν με ομόνοια και αγάπη για την επίτευξη των κοινών τους στόχων. Η δράση του και εδώ υπήρξε ανάλογη με εκείνη στην Δράμα. Έκτισε μέγαρο για την Μητρόπολη, το κτίριο του Ομηρείου Παρθεναγωγείου, ίδρυσε γυμναστήριο, οργάνωσε συσσίτια για τους πτωχούς και άσυλα για τους αστέγους και βοήθησε στην ανοικοδόμηση της Ευαγγελικής Σχολής. Επίσης, εξέδιδε το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος».
Η εθνική του δράση αρχίζει το 1914, όταν διωκόμενοι Έλληνες από τις γύρω περιοχές συνέρρεαν στην Σμύρνη αναζητώντας καταφύγιο. Με πρωτοβουλία του περιθάλπονταν χιλιάδες πρόσφυγες, με αποτέλεσμα ο ευρωπαϊκός Τύπος να τον αποκαλεί «ομηρικό ήρωα». Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου απομακρύνθηκε από τη θέση του (1914-1918) και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε συνοδικός στο Πατριαρχείο. Τότε έγραψε το βιβλίο «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η Νέα Τουρκία», όπου και κατέγραψε με λεπτομέρειες τους διωγμούς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Νεότουρκους (1908 κεξ.).
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτή την εποχή με υπόμνημά του παρακινούσε τον τότε γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ να ταχθεί με το μέρος των συμμάχων, εγκαταλείποντας την πολιτική της ουδετερότητας και τασσόμενος υπέρ της πολιτικής του Βενιζέλου.
Κατόπιν, επανήλθε στην Σμύρνη όπου έγινε δεκτός από τον λαό με ενθουσιασμό. Κατόρθωσε τότε να απομακρύνει από την θέση του τον Τούρκο στρατηγό Νουρεντίν (Nuredin Pasa), κύριο υπεύθυνο των διωγμών. Στις 2 Μαΐου 1919 ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και ο Χρυσόστομος υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τον ελληνικό απελευθερωτικό στρατό. Αργότερα, ύστερα από τις πολιτικές ενέργειες των κυβερνώντων, υποχρεώθηκε εκ νέου να περιθάλψει χιλιάδες πρόσφυγες, που συνέρρεαν στην Σμύρνη τον Αύγουστο του 1922. Το τέλος για τον Χρυσόστομο πλησίαζε. Παρά το γεγονός ότι του δόθηκε η δυνατότητα να εγκαταλείψει την Σμύρνη και να σωθεί δεν το έπραξε.
Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, ενώ ο τουρκικός στρατός ήλεγχε πλήρως την Σμύρνη, ένας Ιταλός καθολικός ιερέας ενημέρωσε τους Γάλλους σχετικά με τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο Χρυσόστομος. Πολύ σύντομα μια γαλλική περίπολος, αποτελούμενη από είκοσι ναύτες, κατέφθασε στην Μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, με σκοπό να φυγαδεύσει τον Χρυσόστομο. Οι Γάλλοι ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να τους ακολουθήσει, είτε στο προξενείο τους, είτε στην καθολική εκκλησία της Sacré Cœur (Ιερά Καρδία του Ιησού). Εκείνος όμως αρνήθηκε, τονίζοντάς τους ότι το καθήκον του υπαγόρευε να παραμείνει με το ποίμνιό του, «ως καλός ποιμένας», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.
Λίγο αργότερα, κατά τις 19:30, κατέφθασε ένας Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος συνοδευόταν από δύο στρατιώτες. Οδήγησαν τον Χρυσόστομο στην πλατεία Διοικητηρίου, μαζί με δύο από τα πλέον εξέχοντα πρόσωπα της Σμύρνης, τον δημογέροντα Γεώργιο Κλιμάνογλου και τον νομικό Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, εκδότη της γαλλόφωνης εφημερίδας «La Reforme». Η γαλλική περίπολος ακολούθησε τον Μητροπολίτη, ο οποίος βρισκόταν ήδη ενώπιον του Νουρεντίν Πασά. Ο τελευταίος έδωσε εντολή να εκτελεστούν οι δύο Δημογέροντες. Ακολούθως απευθύνθηκε στον Χρυσόστομο, λέγοντάς του: «Εμείς, θα τα βρούμε μαζί», και συνέχισε, εξυβρίζοντάς τον χυδαία και κατηγορώντας τον για την φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του τουρκικού έθνους. Κατόπιν του ανακοίνωσε ότι το «Επαναστατικό Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας», στην Άγκυρα, είχε ήδη αποφασίσει την καταδίκη του σε θάνατο. Ο Τούρκος αξιωματούχος κατευθύνθηκε στο μπαλκόνι του κτιρίου, από όπου αντίκρισε στην Πλατεία Διοικητηρίου την θέα μαινόμενου πλήθους Τούρκων, στους οποίους απηύθυνε τα παρακάτω λόγια: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώστε. Αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον Ιερομάρτυρα και τον οδήγησε λίγο πιο πέρα, μπροστά στο κουρείο του Ισμαήλ, ενός Ιταλού προστατευόμενου, εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία λευκή μπλούζα που πήραν από τον κουρέα, άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο, του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα, του ξερίζωσαν την γενειάδα, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν την μύτη και τα αυτιά. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ένας Τούρκος πυροβόλησε τον Άγιο δύο φορές στο κεφάλι, δίνοντας τέλος στο μαρτύριό του.
Ο Ρενέ Πυώ, στο βιβλίο του «Ο θάνατος της Σμύρνης», αναφέρει μια σειρά από αυτόπτες μάρτυρες που είδαν με τα μάτια τους αυτό, αλλά και όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα: «Γυναίκες ατιμάζονταν μπροστά στα μάτια των γονιών και των συζύγων τους. Ένας Έλληνας είδε την σφαγή του πατέρα του και τον βιασμό της κόρης του. Ένας Λεβαντίνος που είδε παρόμοια σκηνή αυτοκτόνησε. Και ακόμη, αφιονισμένοι Τούρκοι στρατιώτες αρπάζουν από τις αγκαλιές μητέρων τα παιδιά τους, τα ξεκοιλιάζουν και τα πετάνε μισοπεθαμένα στα πόδια τους».
Τραγικό υπήρξε και το τέλος των δύο Δημογερόντων που τον συνόδευαν. Ο Γεώργιος Κλιμάνογλου απαγχονίσθηκε, ενώ ο Νικόλαος Τσουρούκτσογλου, αφού τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, τον περιέφεραν στην Σμύρνη, ενώ το κεφάλι του σύρονταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια.
Η μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ Αγίων Ιερομαρτύρων Αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων, καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική καταστροφή, εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.