Ψυχοσάββατου ἰκέσιος δέησις
«..ἡμέρας ἀνεσπέρου, υἱοὺς δεῖξον, Κύριε, Ἱερεῖς ὀρθοδόξους, Βασιλεῖς τε, καὶ πάντα λαόν σου».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Ὄντως ἱερὴ καὶ πάντιμος εἶναι κι αὐτὴ ἡ ἡμέρα τοῦ Ψυχοσάββατου, ποὺ συγκαλεῖ ὅλους μας στὴν πράγματι συγκινητική, ἀλλὰ καὶ τόσο ψυχωφέλιμη Πανήγυρι πρὸς τιμὴν τῶν κεκκοιμημένων μας. Καὶ μᾶς συγκαλεῖ, γιατὶ ἔχει τὸ νόημά της κι ἡ ἡμέρα αὐτή, ἀλλὰ καὶ ἡ χρονικὴ περίοδος, ποὺ διανύουμε. Τοῦ Τριῳδίου δηλαδή, ἡ ἀείφωτος διαδρομή.
Ἤδη, λοιπόν, τιμήσαμε τὴν Τσικνοπέμπτη, μὲ τὸν εὐπρεπῆ τοῦ ἱεροῦ Τριωδίου κανονισμό, παραθέτοντας τράπεζα ἑορταστική καὶ τὴν ἑπομένη, τὴν Παρασκευή, δηλαδή, ἀρχίσαμε τὴν ἄλλη διακονία: Τὴν ἑτοιμασία τῶν κολλύβων τῶν κεκοιμημένων μας. Μὲ τὴ δέουσα σιωπή, ποὺ ἐπιβάλλεται αὐτὲς τὶς ἱερὲς τὶς ὧρες καὶ τὸ συμμάζεμα τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ «μελετήσουμε» ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μᾶς περιμένουν νὰ τὰ κομίσουμε στὸν ἱερέα, κάπου σὲ μιὰ τοῦ ναοῦ μισοφωτισμένη γωνιά σιωπηλὰ καθισμένοι, ὥστε νὰ τὰ ἀφουγκρατοῦν, ὁ κάθενας ξεχωριστά . Τὸ ὄνομά τους, ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ μαζὶ μὲ τὰ τόσα ἄλλα τῶν κεκοιμημένων ὀνόματα, τὰ ὁποῖα μετὰ δέους μνημονεύονται στὸ δειλινό, ποὺ χωνεύει μέσα σὲ ἀσπρόγκριζα σύννεφα εὐωδιαστοῦ θυμιάματος καὶ προσευχῶν.
Ἄραγε, ὅλ᾿ αὐτὰ γιατὶ γίνονται -ἀπαράλλακτα αἰῶνες τώρα; Γιατὶ κομίζουμε τὰ κόλυβα, τὸν ἄρτο, τὰ ὀνόματα καὶ περιμένουμε συγκινημένοι καὶ ἥρεμοι νὰ ποῦν κι ἀπὸ τὸ δικό μας τὸ χαρτὶ ὅσα γράψαμε...Πατέρων, πάππων, προππάπων, ἀδελφῶν συγγενῶν κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα...Ὀνόματα...Λέξεις, ποὺ ἄν τὶς γυρίσεις ἀνάποδα θὰ δεῖς νὰ φανεῖ τὸ Πρόσωπο καὶ ἡ πολιτεία αὐτοῦ ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ κάθε ὄνομα. Γιατί, λοιπόν, γίνονται ὅλ᾿ αὐτά;
Ἡ διδαχὴ ποὺ ἔχουμε λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ εἶναι τό, «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»( Ἰω13, 34) καὶ σὲ βαθύτερη προέκταση, ὅτι «Θεὸς ἀγάπη ἐστί» ( Α. Ἰω. 4, 16)
Ἄν, λοιπόν, αὐτὴν τὴν «καινὴν ἐντολὴν» ἔχουμε λάβει ὡς θεμέλιο, γιὰ νὰ σταθεῖ ὅρθια ἡ πίστη μας, τότε εἶναι φυσικὸ νὰ προβάλλουμε αὐτὴν τὴν ἀγάπη, ὄχι μονάχα στοὺς ζῶντες καὶ συγκροτοῦντες τὸ ἔμμεσο ἤ ἄμεσο περιβάλλον μας, ἀλλὰ καὶ σὲ κείνους ποὺ ἔχουν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ ἐπιγεια. Ὅλους αὐτοὺς, ποὺ θυμόμαστε συνεχῶς μέν, ἀλλὰ περισσότερο σἠμερα. Ἐπειδὴ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς ἀγάπησαν καὶ ἀγαπήσαμε. Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι ποὺ μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στὸ ναό, ὥστε νὰ τοὺς ξαναθυμηθοῦμε, γιατί, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, ὅτι ἡ ὄντως ἀγάπη εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, Αὐτὸς ποὺ τοὺς ἔχει ἐγγράψει «ἐν Βίβλῳ ζωῆς» καὶ τοὺς θυμᾶται πάντα, γιατὶ καὶ σιμά Του εἶναι, ἀλλὰ καὶ παιδιά του νομίζονται. Καὶ τοὺς θυμόμαστε ἐπίσης καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο: Ἐπειδὴ αὔριο, ποὺ κι ἐμεῖς θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τους, κάποιοι νὰ βρεθοῦν νὰ μᾶς δείξουν τὴν ἀγαπη τους, τὴν ἔγνοια τους ὅτι μᾶς θυμοῦνται, ὅτι προσεύχονται καὶ γιὰ μᾶς.
Ψυχοσάββατο, λοιπόν. Καὶ μὲ τὴν ἀγαπη ὁδηγὸ καὶ πυξίδα πορευόμαστε πρὸς τὸ ναό, γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ ἀκόμη, ὥστε νὰ τιμήσουμε τοὺς κεκοιμημένους, «πᾶσαν[δηλ] ἡλικίαν, πρεσβύτας καὶ νεανίσκους, νέους καὶ ἐφήβους, παῖδας, καὶ τὰ ἄωρα βρέφη, ἀρρενικὴν φύσιν τε καὶ θηλείαν...». Νὰ τοὺς τιμήσουμε μὲ ἱερὸ δέος καὶ συγκίνηση εὐχόμενοι, «....διὸ οὓς ἐκάλυψε τάφος, ἐν πάσῃ χώρᾳ, ἐν τῇ κρίσει, σῶσον Πανοικτίρμον».
Ψυχοσάββατο 2019