Σύγκληση της Ιεραρχίας ζητά ο Μητροπολίτης Πειραιώς
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ κατέθεσε εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τήν κάτωθι αἴτηση ἀμέσου συγκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τήν κριτική θεώρηση τῶν προτάσεων τῆς Κυβέρνησης γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος πού ἀφοροῦν στήν τροποποίηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, στήν ἐπιβολή τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου καί στήν κατάργηση τῶν ἐννοιῶν τῆς οἰκογενείας καί τοῦ ἔθνους.
Ακολουθεί η επιστολή του Σεβασμιωτάτου:
• Μακαριώτατε,
• Σεβασμιώτατοι,
Πάνυ εὐλαβῶς καί εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’ἀριθμ. 4544/2251/17.10.2018 Ὑμετέρου Ἱεροσυνοδικοῦ ἐγγράφου, δι’ οὗ κοινοποιεῖται εἰς τήν ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καί Σουφλίου κ. Δαμασκηνοῦ ὁρισθεῖσαν ὑπό τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας Ἐπιτροπήν Συνταγματικῆς Ἀναθεωρήσεως, τῆς ἐνώπιον Αὐτῆς γενομένης τῇ 4/10/2018 Εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κηφισίας κ. Κυρίλλου καί κατόπιν τῆς Ὑμετέρας ἐντολῆς διά τήν «ἐνδελεχή μελέτη τῶν θιγομένων θεμάτων καί ἀξιοποίηση» προάγομαι εὐσεβάστως ὅπως ἀναφέρω Ὑμῖν τά κάτωθι:
Ἡ σύστασις ὑπό τῆς ΙΣΙ τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, ἐγένετο γιά νά διακριβωθῆ τό περιεχόμενον τῶν ὑπό τῶν κομματικῶν σχηματισμῶν τοῦ Κοινοβουλίου προτάσεων διά τήν ἀναθεώρησι τοῦ θεμελιώδους Νόμου τοῦ Κράτους. Ἤδη ἡ Κυβέρνησις ἐκκίνησε ἀπό τοῦ παριππεύσαντος ἔτους τήν διαδικασίαν ἀναθεωρήσεως, ἡ ὁποία σήμερον 9/1/2019 ὁλοκληρώνεται εἰς τήν ἁρμοδίαν Ἐπιτροπήν τῆς Βουλῆς καί προωθεῖται πρός ψήφισι εἰς τήν Ὁλομέλειαν τοῦ Κοινοβουλίου, ἡ ὁποία θά συγκληθῆ περί τά τέλη Ἰανουαρίου ἤ ἀρχάς Φεβρουαρίου.
Ἡ πρότασις τοῦ κυβερνῶντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ διά τά θέματα πού ἀφοροῦν εἰς τάς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας καί γενικώτερον ἑτεροκαθορισμοῦ τῶν ἐξ αὐτῶν ἀπορρεουσῶν κατευθύνσεων εἰς τά θέματα τῆς ὁρκοδοσίας τῶν αἱρετῶν καί τῶν δημοσίων λειτουργῶν καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς οἰκογενείας, ὡς θεσμοῦ τοῦ Ἔθνους εἶναι πλέον γνωσταί καί δεδομέναι.
Εἰδικώτερον διά τήν ἀναθεώρησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος εἰς τό περίγραμμα τῆς ἀναθεωρητικῆς λογικῆς του καταλέγεται ἡ τυπολογία τῶν σχέσεων Πολιτείας-Ἐκκλησίας. Δέν ἐπιλέγεται μέν ἡ κατάργησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος πού θά ἐπέφερε τεκτονικόν σεισμόν μέ τήν κατάργησι τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή εἰς τό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος τῆς ἀορίστου ρήτρας διά τήν «κρατική θρησκευτική οὐδετερότητα» πού ὅμως ὑπονοεῖται ἡ κατοχύρωσίς της ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, ἤδη εἰς τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερία.
Τό ἰσχῦον ἄρθρο 3 ρυθμίζει τάς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς διεθνές Νομικόν Πρόσωπον καί δηλώνει τόν σεβασμόν τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή διαμορφωμένην κατά τό κανονικόν δίκαιον σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης, Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὅρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 105).
Διά τήν ἀκρίβειαν, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους καί Ἐκκλησίας. Ἕν σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ νόμος) μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἕν σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν διεθνῆ νομικήν καί κανονικήν του θέσι, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαίτερων Ἐκκλησιαστικῶν καθεστώτων, εἰς τήν Ἑλλάδα πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα εἶναι συνεπῶς θρησκευτικῶς φιλελεύθερον.
Εἶναι πλέον προστατευτικόν διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν καί ἰσότητα ἀπό τή λεγόμενη θρησκευτική οὐδετερότητα. Ἡ οὐδετερότητα δέν εἶναι laicite. Η laicite εἶναι ἱστορικῶς μία πολιτική θεολογία πού συγγενεύει μέ τόν δεϊσμόν. Ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα ἐμφανίζεται εἰς κράτη εἰς τά ὁποῖα συνυπάρχουν Kαθολικισμός καί Προτεσταντισμός. Ἡ θρησκεία τοποθετεῖται εἰς τήν ἰδιωτικήν σφαῖραν ἤ μᾶλλον εἰς τήν σφαῖραν τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, τό κράτος τηρεῖ ἴσας ἀποστάσεις, χωρίς πίεσι καί χωρίς προτίμησι πρός μίαν θρησκευτικήν κοινότητα, ἀλλά δέν εἶναι ἐχθρικόν πρός τό θρησκευτικόν φαινόμενον.
Ἐφόσον εἰς τήν Ἑλληνικήν ἔννομον τάξι ἰσχύει πλήρως τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ, ἡ προσθήκη τῆς ρήτρας τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητος, ἐνσωματώνεται μεθοδικῶς εἰς τό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος πού ἀφορᾶ μόνο εἰς τήν «Ἐπικρατοῦσα» Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί ὄχι ὡς ὄφειλε εἰς τό ἄρθρον 13, πού ναί μέν ἀνήκει εἰς τόν σκληρόν πυρήνα τῶν μή ἀναθεωρητέων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, ἀλλά πού ἡ συγκεκριμένη πρόσθεσις δέν ἀναθεωρεῖ τήν οὐσίαν τῆς διατάξεως, πού ὅπως ἀναφέρθη κατοχυρώνει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν ἰσοτίμως ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν, διαρρυθμίζει συνολικῶς τό θρησκευτικόν φαινόμενον καί ἑπομένως περιλαμβάνει εἰς τό κανονιστικόν του πεδίον ὅλας τάς γνωστάς θρησκείας, διά νά ἐπιτευχθῇ ἡ παγία θέσις τῆς Ἀριστερᾶς ὅτι ἡ διάταξι τοῦ ἄρθρου 3 ἔχει μόνο διαπιστωτικόν καί ὄχι κανονιστικόν περιεχόμενον, μέ ὅτι αὐτό δικαιοπολιτικῶς συνεπάγεται (κατάργησις συμβόλων, ἀπομείωσις θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ἀπεκκλησιοποίησις τοῦ Ἔθνους).
Ἡ πρότασις ἀναθεωρήσεως τῶν ἄρθρων 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 καί 59 παρ. 1 καί 2 διά τήν καθιέρωσι τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου καί ἡ κατάργησις τῆς προαιρετικότητος εἰς τήν ὁρκοδοσίαν αἱρετῶν καί δημοσίων λειτουργῶν στοχεύει προδήλως εἰς τήν ἀποσύνδεσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Δημόσιον βίον καί εἰς τήν ἀπομείωσι ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος πού εἶναι τό ὁμόθρησκον.
Προσβάλλει ὅμως καταφώρως τήν ἔννοιαν τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, διότι ἐπιβάλλει εἰς τούς ἐνθέους αἱρετούς καί δημοσίους λειτουργούς Ἕλληνας πολίτας, τήν διά τοῦ Συντάγματος δημοσίαν δήλωσι ὡς ὀντολογικοῦ τους θεμελίου, ὄχι τῆς πίστεώς τους εἰς τό θεῖον καί ἱερόν, ἀλλά εἰς τόν ἑαυτό τους. Ἡ ἐπιβολή αὐτή ἀποτελεῖ παραβίασι τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος καί τῆς ΕΣΔΑ.
Ὅπως τυγχάνει ἀπαράδεκτον νά ὑποχρεοῦται ὁ ἄθεος πού θεωρεῖ ὡς ὀντολογικόν του θεμέλιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή τήν τυχαίαν συνάρμοσι τῶν κυττάρων του ἐκ τῆς ὁποίας μυστηριωδῶς προκύπτουν μεταφυσικαί ἔννοιαι ὡς ἡ τιμή καί ἡ συνείδησις, νά δηλώνη τό θεῖον καί τό ἱερόν, οὕτω καί ὁ ἔνθεος νά ὑποχρεοῦται νά ὁρκοδοτῆ εἰς τόν ἑαυτόν του.
Ἡ πρότασις ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγματος πού εὐθέως ἀπομειώνει καί ἐξαφανίζει τήν ἔννοιαν τῆς οἰκογένειας ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου τοῦ Ἔθνους καί τοῦ προσδίδει μόνο ὑλιστικόν περιεχόμενον εἶναι ἀπαράδεκτος καί προσβλητική διά τήν ἰδιοπροσωπείαν τοῦ λαοῦ μας.
Ἀσχέτου ὅμως τοῦ γεγονότος ὅτι ὑπό τό ἰσχῦον ἀναθεωρητικόν σύστημα, τό ὁποῖο προβλέπει τήν σύμπραξι δύο διαδοχικῶν Βουλῶν εἰς τήν ἀναθεωρητικήν διαδικασίαν, ἡ ἀναθεώρησις τοῦ Συντάγματος καί ὑπό τήν τρέχουσαν πολιτικήν συγκυρίαν εἶναι πολύ δυσχερής ὑπόθεσις καί τοῦτο ἀνεξαρτήτως ἐάν γίνει δεκτή ἡ γραμματική ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 110 τοῦ Συντάγματος συμφώνως πρός τήν ὁποίαν εἰς τήν προτείνουσαν Βουλήν ἀνήκει ὁ προσδιορισμός τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἀναθεωρήσεως καί εἰς τήν ἀποφασίζουσαν Βουλήν ἡ διαμόρφωσις τοῦ περιεχομένου της ἤ ἡ «ἀντιγραμματική» καί ἔν τινι τρόπῳ ἐλευθεριάζουσα ἑρμηνεία του, ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία θά ἔδει πρό τῆς ψηφίσεως ὑπό τῆς Ὁλομελείας τοῦ Κοινοβουλίου τῶν ὡς ἄνω προτεινομένων διατάξεων ὑπό τῆς Κυβερνήσεως, νά ἔχη τοποθετηθῆ διά τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας, τήν στιγμήν κατά τήν ὁποίαν ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔχει ἤδη ἀποφανθῆ ἐπί τῶν ἀνωτέρω θεμάτων, ὥστε οἱ ἀξιότιμοι κυρίες καί κύριοι Βουλευτές νά γνωρίζουν ἐπισήμως τάς θέσεις τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐπί τῶν προτεινομένων πρός ἀναθεώρησι διατάξεων.
Δι’αὐτό καί ὑποβάλλω τήν θερμοτάτην παράκλησιν ὅπως συγκληθῆ πάραυτα ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας διά νά ἀποφανθῆ ἐπί τῶν ἀφορώντων εἰς τάς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας προτεινομένων πρός ἀναθεώρησι ἄρθρων.
Ἐπί δέ τούτοις κατασπαζόμενος τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα καί Ὑμᾶς Σεβ. Ἅγιοι Συνοδικοί διατελῶ,
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Πηγή: www.romfea.gr