Skip to main content

Χριστούγεννα στὸ Κομπότι τῆς Ἄρτας

24 Δεκ 2018 22:39

                                                                                              +Λάμπρου Aπ. Τατσιοπούλου

                                                                                                    Δάσκαλου – Συγγραφέα

Ἀλλοιώτικη ξεμέρωνε στὸ ὄμορφο χωριό μας, στὸ Κομπότι, ἡ ἅγια των Χριστουγέννων ἡ παραμονή.

Χαρούμενη, ἡ μέρα, τὸν κόσμο καὶ τὸν τόπο ἡμέρευε. Ὅλων ξεστέρωναν τὰ πρόσωπα. Ξαστέρωνε καὶ ἡ πλάση. Ἡ καρδιὰ ὁλάνοιχτη πλημμύριζε χαρά, ἀγάπη, καλωσύνη καὶ συμπόνια. Πρωὶ – πρωὶ οἱ ἦχος τῆς καμπάνας χαρούμενό μας ἔστελναν τὸ μήνυμα τῆς πίστης: «Ἄσατε τῷ Κυρίω πάσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνη ἀνυμνήσατε λαοὶ ὅτι δεδόξασται».

Γνώριμη εὐχὴ τὰ στόματα ξεστόμιζαν: «Χρόνια πολλὰ καὶ τοῦ χρόνου μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ».

Πνίγονταν τότε στὸν ἀέρα ὁλόγυρα τα ρεκατὰ τῶν ζώων! Ξεψύχιζαν, καὶ ἡ ψυχὴ τοὺς ἔφευγε μὲ τὸν ἀέρα, ποὺ χαρχάριζε τὸ αἷμα στὸ κομμένο τους λαρύγγι. Καὶ ὥσπου νὰ ἀνέβουν ἀπὸ τὸν Ἅδη κάποιες ψυχές, νὰ πιούν, νὰ πιούν ….. κρεμοῦσαν στὰ τσιγγέλια τὰ σφαχτά πλυμμένα, ἀρωματισμένα, καθαρὰ καὶ κάρφωναν στὸ μπούτι τὸ πηρούνι – σκιάχτρο τους …..

Κι ἄλλες, κοντὰ στὸ τζάκι καθισμένες, τὰ καθαρὰ ροῦχα τῆς γιορτῆς ἑτοίμαζαν. Μπάλωναν καὶ κόλλαγαν κουμπιά, σιδέρωναν μὲ σίδερα φραγκαραφτάδικα καὶ κολλάριζαν.

Τὰ πέραγαν ἀπάνω ἀπὸ τὴν φλόγα καὶ τὰ δίπλωναν, νὰ ἀλλάξει ἡ φαμελιὰ πρότου νὰ πέσει, νάναι ἕτοιμη πολὺ πρωί, πρωὶ μὲ τὴν καμπάνα.

Ἄλλες τ΄ἀλεύρι σταύρωναν στὴ σίτα. Χριστόψωμα χρειάζονταν.

Χρειάζονταν σταυρούδια, δῶρα ἀγοριῶν, κουτσοῦνες γιὰ τὰ κορίτσια. Ὅλα τα παιδιά, τὰ καρτεροῦσαν.

Ἂπ΄τὴν νουνὰ τους τάχαν σίγουρα τ΄ἀναδεχτούδια, καὶ τάβλεπαν στὸν ὕπνο τους, νάρχωνται τυλιγμένα μὲ τὰ συκοκάρυδα, σὰν καὶ τῶν Φώτων τὰ φωτίκια. Καὶ φίληγαν, φιλοῦσαν, ξαναφίληγαν στὸν ὕπνο τοὺς τὸ χέρι τῆς νουνᾶς !

Ἄργα τὸ βράδυ, ποὺ ἔπαυαν τῶν παιδιῶν τὰ Κάλαντα καὶ ὅλοι ἐπιαναν τὸ τζάκι, ἄναβε τὸ καντήλι καὶ θυμιάτιζε ἡ νοικοκυρὰ τὰ εἰκονίσματα μ΄εὐχὲς καλές, γιὰ τὴν ὑγεία, τὴ ζωή, τὸ ἔχος. Τότε πάντρευαν τὴ φωτιὰ μ΄ἀριὰ καὶ δέντρο, μὲ κυπαρίσσι καὶ ἐλιὰ – μ΄ὄνομα τόνα ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό το ἄλλο. Ἔτσι, δυνάμωνε τὸ φῶς στὸ σπίτι καὶ ἔφεγγε ἂπ τὸ παραθύρι ὡς πέρα, πέρα στὰ πέρατα τῆς γῆς, εἰρηνικό.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA 9173

Τὰ Παγανὰ

Ἔλεγαν οἱ γερόντοι γιὰ τὰ Παγανὰ καὶ τοῦ σχολείου τὰ παιδιὰ γιὰ Καλικαντζαράκια. Τότε ὁ γέρος, ξόρκιζε, πετώντας στὴ φωτιὰ τρία κλωνιὰ ἁλάτι καὶ ἄλλα τρία λιβανιοῦ κλωνιά, τῶν Παγανῶν τρομάρα.

Τότε ἡ γριὰ τὴ σίτα καὶ τὴ σκούπα κρέμαγε στὴν πόρτα πίσω, κλωνιὰ καὶ τρύπες νὰ μετρᾶν τὰ Παγανά, ὥσπου νὰ τσακιστοῦν, νὰ πᾶνε μὲ τῆς αὐγῆς τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ.

Ἔκαιγε παλιοτσάρουχο, σκρούμπιαζε καὶ καπίδι, νὰ βρωμοτσακιστοῦν, νὰ πᾶνε στὸν ἀγύριστο.

Ὕστερα, ἀραδιαστοὶ στὸ τζάκι ζερβόδεξα, δεξιὰ οἱ ἄνδρες καὶ ζερβά το γυναικοπαιδο, βλέπανε σ΄ὄνειρο τοὺς τῶν ἀγγέλων τοὺς χοροὺς καὶ ἄκουγαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις …..».

Ὅλη τὴ νύχτα στὸ τζάκι δούλευε ἡ φωτιά. Χιονάτη, ἄσπρη στάχτη, καθαρὴ παράσταινε μιὰ πλάση: κάμπους, βουνὰ καὶ θάλασσες καὶ οὐρανὸ καὶ σπήλαιο καὶ Χριστό.

Τὴν ἔπαιρνε ἡ νοικοκυρὰ καὶ πήγαινε, νὰ τὴ σκορπίσει στὰ λάχανα, στὰ σιτηρά, ν΄ἁγιάσουν.. Μὴν τὴ βροῦν τὰ Παγανά ….

Τὸ Χριστουγεννιάτικο τραπέζι

Ἔπρεπε, ὡς τὴν ἀπόλυση τῆς Ἐκκλησίας. Ποῦ ὅλοι θὰ γύριζαν στὸ σπίτι, νὰ βράσει ἡ κότα ἡ παχυά, ν΄αὐγοκοπεῖ ἡ μανέστρα, νὰ βγοῦν τὰ ψάρια καὶ ἡ πίττα, νὰ φᾶνε, μὴν φᾶνε ἂπ΄τὸ γουρνιά καὶ ἀπὸ παχυὰ μανάρια, γιατί ἡ νηστεία τοὺς ξελίγδωνε, τοὺς ἔκοβαν τὰ ξύγκια. Ἔτσι, τὸ γιόμα τὸ καλό, στὸ κόκκινο ζεστὸ τζάκι, σ΄ἕνα σουφρὰ στὰ δεξιὰ μ΄ὁλοπλούμιστο μεσάλι οἱ ἄνδρες καὶ σ΄ἄλλον ἀπὸ πέρα τὸ γυναικοπαιδο, τράπεζι  εἶχαν πατροπαράδοτο μὲ τὴν πρεπούμενη τὴν τάξη.

Ἔκοβαν τὸ Χριστόψωμο μὲ τὸ μαχαίρι σταυρωτὰ καὶ ὕστερά του καθενὸς μερίδιο καὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ εὔχονταν «Χρόνια Πολλὰ καὶ τοῦ Χρόνου μὲ τὴν Εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ». 

Ὅλοι το ἐπιαναν καὶ στὸ κρασὶ τὸ κόκκινο ἀποπάνω το ἔκοβαν μὲ τὴν εὐχή. «Καὶ τοῦ Χρόνου ὅλοι εὐτυχισμένοι».

Σταυροκοπιώνταν στ΄ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτρωγαν χαρούμενοι μὲ γέλιο.

Ἔπιναν τὸ κρασὶ μ΄εὐχὲς πολλές. Τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχὴ τὴν ἄγνιζε καὶ ἁγίαζε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐπρόβαλε μ΄ἄσπρο πανὶ ἡ ἐλπίδα, σὲ πέλαγο εἰρηνικὸ ἀγάπης καὶ χαρᾶς.

Πλάγιαζαν, καὶ ἀργὰ τὸ δειλινό, στὰ γιορτάσια τῶν Χριστάδων, πούχαν κουρμπάνι, τοὺς ἔλεγαν τὰ «Χρόνια Πολλά», ἔτρωγαν τὸ γλυκὸ  καὶ τηγανίτες καφασωτές, μελάτες καὶ τὰ συκοκάρυδα καὶ τὸ ποτὸ τοὺς ἔπιναν μὲ γέλια καὶ ἀστεία.

Τὸ Χριστουγεννιάτικο γλέντι

Δὲν παρέλειπαν στὶς συνάξεις, ποὺ χωριστὰ τὶς ἔκαναν οἱ γυναῖκες κι οἱ ἄντρες χωριστά, νὰ παίξουν, νὰ χορέψουν καὶ ν΄ἀγωνιστοῦν. Χριστούγεννα.

Τὴ δεύτερη μέρα καὶ την τρίτη, π΄ἄνοιγαν λεύτερα ὅλα τα μαγαζιά, μὲ τῆς ἐκκλησιᾶς τὴν ἀπόλυση, στηνόταν στὴν πλατεία ὁ τρανὸς χορὸς μὲ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ κλαρίνα.

Γριὲς τὸν ἔσερναν καὶ ἀκολουθοῦσαν παντρεμένες καὶ κορίτσια. Ὕστερα τρεῖς γέροι ἔσερναν τὸ χορό, ἄντρες καὶ παλληκάρια τὸν ἄνοιγαν. 

Ὁ πρῶτος χόρευε, οἱ ἄλλοι βημάτιζαν, ἀκολουθώντας τον.

Τελείωνε τὸ τραγούδι του καὶ ἐπιανε τελευταῖος, νὰ πάρει ἄλλος τὴ σειρά, γιὰ νὰ χορέψουν ὅλοι, νὰ τοὺς χαροῦν οἱ συγγενεῖς καὶ νὰ τοὺς καμαρώσει ὁ κόσμος, ποὺ ἦταν στὸ χάζι, καὶ οἱ γύφτοι τὰ κεράσματα νὰ μάσουν τὰ πολλά.

Χόρευε μ΄εὐχὲς καὶ γέλια καὶ χαρές, ἕνα χωριό, Κομπότι μὲ τ΄ὄνομα.

017815


Διαβάστε επίσης