
Η Αγία και Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Γιά ἄλλη μιά φορά, ἡ ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Νικητοῦ τοῦ θανάτου μᾶς ἀξιώνει νά ἑορτάσουμε τήν ἔνδοξη καί λαμπροφόρα Του Ἀνάσταση! Τό «Χριστός Ἀνέστη», πού ἀποτελεῖ τόν νικητήριο παιᾶνα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μά κυρίως τῶν πιστῶν Χριστιανῶν, ἀντηχεῖ στούς ἱερούς μας Ναούς ὅπου γῆς, καί ὁ ἀνοιξιάτικος μυρωμένος ἀγέρας τόν μεταφέρει παντοῦ πρός δόξαν Θεοῦ, πρός ἐνίσχυση καί εὐλογία τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καί πρός καταισχύνη τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας. Ἡ «Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ «Σιών ἡ Ἁγία», ἡ Ἱερουσαλήμ, λάμπει καί ἀπαστράπτει ἀπό τό φῶς τοῦ Παναγίου Τάφου, καί σηματοδοτεῖ τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ταυτοχρόνως δέ, ἀποτελεῖ τόν πανίσχυρο καί ἀμετάθετο κυματοθραύστη, ἐπάνω στόν ὁποῖο ἔσπασαν καί ἔχασαν τήν ἰσχύ τους τά ἄγρια κύματα τοῦ θανάτου. Ὄντως, ἡ Πίστη μας, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη, ἑδραιώνεται καί οἰκοδομεῖται ἐπάνω στόν «κενόν τάφον» τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, εἶχαν καί οἱ Ἑβραῖοι, μέχρις ὅτου θυσιασθεῖ καί ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, τό δικό τους Πάσχα. Ἐκεῖνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅμως, πόση ἡ διαφορά ἀπό τό δικό μας Πάσχα, τό Πάσχα πού καθιέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς! Ἀσύγκριτα τά μεγέθη τῶν δύο ἑορτῶν. Συμπίπτουν ἁπλῶς στό ὄνομα τώρα μόνο, τό δικό μας Χριστιανικό μέ τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων. Καί πῶς θά μποροῦσε νά συμβαίνει διαφορετικά, ἀφοῦ ἡ Παλαιά Διαθήκη ἔδυσε ὁριστικά καί ἀνέτειλε καί μεσουρανεῖ διά παντός ἡ Καινή Διαθήκη; Δέν ἔχει πλέον ἀντικειμενική ἰσχύ καί παρουσία στό προσκήνιο τῆς Ἱστορίας ὁ Νόμος, ἡ σκιά του, ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Ἀναστάς Κύριος, τήν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Ἀναλήψεως καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπεκάλυψε καί ἔφερε διά τοῦ Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας Του, τήν Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή γῆ. Ἐκεῖνοι (οἱ Ἑβραῖοι), μέ τό δικό τους Πάσχα, ἔφεραν κάθε χρόνο στήν ἱστορική τους μνήμη ἁπλῶς τήν ἀπελευθέρωσή τους (δυνάμει καί ἐνεργείᾳ Θεοῦ) ἀπό τήν δουλεία τῶν Αἰγυπτίων. Ἐμεῖς ὅμως, τώρα, διά τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, δέν ἐνθυμούμεθα ἁπλῶς μία νίκη ἤ μία ἀπελευθέρωση, ἀλλά τήν τελεσίδικη νίκη τῆς Ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου. Τήν λύτρωσή μας ἀπό τήν φοβερή τυραννία τοῦ διαβόλου, τήν ὁποία κυρίως ζοῦμε καί βιώνουμε ὡς δική μας τήν νίκη, ὅσοι συνταφήκαμε μέ τόν Χριστό στήν νέκρωση τῶν παθῶν. Μετέχουμε κι ἐμεῖς στόν θρίαμβο τῆς Ἐλευθερίας ἐπί τῆς πικρᾶς καί φρικτῆς δουλείας. Ὁ Ἀναστάς Κύριος μᾶς χαρίζει καί κάνουμε δικά μας τά αἰώνια ἀγαθά. Τά οὐράνια ἐκεῖνα ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀπέρρευσαν ἀπό τήν προφητευμένη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ὡς πιστοί Χριστιανοί, δηλαδή ὡς συνειδητά μέλη τῆς Ἑκκλησίας μας, αὐτά τά ἀγαθά τά ἀπολαμβάνουμε ἐντελῶς δωρεάν στό εὐλογημένο παρόν καί, Χάριτι Θεοῦ, μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἐλπίδος, ἐναποθέτουμε καί τό μέλλον, καί ἰδίως τό αἰώνιο μέλλον μας, στό μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσδοκοῦμε, μέ ἀπόλυτη πίστη, ὅτι θά ζοῦμε τά ἀγαθά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ στό μέλλον, ἀκατάπαυστα καί αἰωνίως, στήν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων ἀδελφῶν, τουτέστι στήν ἀτελεύτητη καί πάμφωτη Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ναί, ἀδελφοί μου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἑπομένως, ἡ χαρά μας εἶναι, πρέπει νά εἶναι, οὐσιαστική καί ἀκύμαντη. Ἐφ᾽ ὅσον ἐλάβαμε τό Βάπτισμα καί, διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, ἐγίναμε ἕνα σῶμα μέ τόν Νικητή, οὐσιαστικῶς καί, παρά τίς δυσκολίες, ἀπό τώρα, διά τῆς Πίστεως καί προγεύσεως, συμμετέχουμε καί στόν θρίαμβό Του. Ὁ Χριστός, διά τοῦ θανάτου Του, ἐνίκησε τόν χειρότερο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου, τόν θάνατο. Αὐτό δέν ψάλλουμε συνεχῶς ἐπί σαράντα ἡμέρες, ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἕως καί τήν ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως; Μάλιστα, ἡ ἔκφρασις «Χριστός Ἀνέστη», ἀποδίδεται πάντοτε μέ ἐνθουσιώδη καί ἔντονη ἐκδήλωση ψυχικῆς ἀνατάσεως. Καί σέ ἀπάντηση τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς, ἀνταποδίδεται τό «Ἀληθῶς Ἀνέστη!» (Ναί, στ᾽ ἀλήθεια, ἀναστήθηκε). Πράγματι, ὅσοι πιστοί ἐξαρτοῦν πλήρως τήν ζωή τους ἀπό Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος διεκήρυξε ὅτι, «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ια´, 25), δέν φοβοῦνται τόν αἰώνιο θάνατο, ἀφοῦ, καί αὐτό τό γεγονός τοῦ θανάτου, τώρα πλεόν δέν εἶναι παρά «προσωρινό». Τό διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος: «Ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. η´, 51). Ἐκεῖνος δηλαδή πού ἐφαρμόζει τόν Νόμο μου καί τηρεῖ τίς ἐντολές μου, δέν θά ἀντικρύσει ποτέ τόν πνευματικό καί αἰώνιο θάνατο, ὁ ὁποῖος χωρίζει διά παντός τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, καί τόν ὁδηγεῖ στήν φρικτή αἰώνια κόλαση. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας στήν Μάρθα, τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰωάν. ια´, 26). Καί ἐὰν ἀποθάνει, δηλαδή, ὁ πιστός σωματικῶς, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, θά ζήσει καί πάλι. Καί θά ζήσει, διότι θά ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἑνωμένη, διά τῆς Χάριτος, καί μετά θάνατον, ἡ ψυχή του, μέ Ἐμένα, τόν Νικητή τοῦ θανάτου. Ὅταν δέ ἔλθει ἡ φοβερή ὥρα τῆς γενικῆς Ἀναστάσεως τῶν Νεκρῶν, ὁ πιστός θά λάβη τό ἄφθαρτο σῶμα του ἔνδοξο καί πνευματικό, γιά νά ζεῖ αἰωνίως. Νά ζεῖ αἰωνίως μέσα στήν μοναδική καί ἀνέκφραστη αἰώνια μακαριότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, βιώνοντας τήν δόξα τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις». Αὐτό οὐσιαστικά εἶναι τό Πάσχα τῶν συνειδητῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι, σέ κάθε ἐποχή καί σέ ὁποιαδήποτε στιγμή, νά προσφέρουν καί αὐτή τήν ζωή τους γιά τήν ἀγάπη καί τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Τό Πάσχα, ἤ ἄλλως ἡ «Λαμπρή», ὅπως διαφορετικά λέμε στήν Πατρίδα μας τήν Ἀνάσταση, δέν εἶναι, δέν πρέπει νά εἶναι ἁπλᾶ καί μόνο ἕνας ἐπιφανειακός ἑορτασμός μέ ὅλα τά συνακόλουθα. Δέν εἶναι μόνο ἡ ἀνάμνησις ἑνός γεγονότος ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ βίωσις ἀπό μέρους μας τῆς διαρκοῦς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς ἁμαρτίας, τοῦ Σατανᾶ, καί τέλος τοῦ θανάτου. Ἄς ὁλοκληρώσουμε ὅμως τόν δικό μας λόγο, δίνοντας τόν λόγο στόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη (9ος αἰώνας) τόν σοφό συγγραφέα, τόν ἀγωνιστή, ἀλλά καί ὁμολογητή ἡγούμενο τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ εὔλογη συγκίνηση, διερωτᾶται: «Τί εἶναι αὐτή ἡ λαμπροφορία; Τί εἶναι αὐτή ἡ φωταγωγία καί χαρά; Τί εἶναι αὐτό πού φωτίζει τόσο πλούσια τήν Ἐκκλησία; Αὐτό πού καταστολίζει τήν Οἰκουμένη; Αὐτό τό ὁποῖο χαρίζει τόση ἀπόλαυση καί φαιδρότητα;». Ἔτσι ἀρχίζει τόν κατηχητικό του λόγο «τῇ Ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα». «Χθές, συνεχίζει, ἤμαστε σέ ἀθυμία, σήμερα σέ εὐθυμία· χθές σέ κατήφεια, σήμερα σέ φαιδρότητα· χθές σέ ὁλολυγμούς, σήμερα σέ ἀλαλαγμούς. Ἐρωτᾷς ποιό εἶναι τό αἴτιο καί ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἔδωσε τόση χαρά καί λαμπρότητα;». Ἀκολουθεῖ ἡ θριαμβευτική ἀπάντηση: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καί ὅλος ὁ κόσμος ἐχάρηκε. Κατήργησε τόν θάνατο μέ τόν ζωοποιό Του θάνατο, καί ὅλοι οἱ κρατούμενοι στόν ᾅδη ἀπολύθηκαν ἀπό τά δεσμά. Ἄνοιξε τόν Παράδεισο καί τόν ἔκανε ἀνοικτό γιά ὅλους. Πῶς λοιπόν νά μήν ἀναφωνήσει κανείς: Ὦ βάθος, πού δέν κατανοεῖται! Ὦ ὕψος, πού δέν μετριέται! Ὦ, φρικτό μυστήριο, πού ὑπερβαίνει τήν δύναμη τοῦ νοῦ! Ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι, χαίροντες καί αὐτοί γιά τήν σωτηρία μας. Χαίρουν οἱ Προφῆτες, βλέποντες νά ἐκπληρώνωνται οἱ προρρήσεις τους. Ὁλόκληρη ἡ κτίσις συνεορτάζει· διότι ἀνέτειλε, γι᾽ αὐτήν, ἡμέρα σωτηρίας, ἔλαμψε πάλι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ποιός λοιπόν θά ὑμνήση ἀξίως τήν Χάρι τῆς λαμπρῆς αὐτῆς ἡμέρας; Ποιός θά ἐγκωμιάση μεγαλόπρεπα τήν δύναμι ἑνός τέτοιου μυστηρίου; Ποιός ἄλλος – ἀπαντᾶ ὁ Στουδίτης – παρά ὁ χρυσός Πατέρας μας Ἰωάννης, ὁ διαπρύσιος καί μεγαλοφωνότατος κῆρυξ, ὁ λαμπρότατος φωστήρ τῆς οἰκουμένης, ὁ ἀληθινός ποιμήν καί διδάσκαλος, ὁ εὐφυέστατος καί δοκιμώτατος ἰατρός τῶν ψυχῶν, αὐτός, πού περισσότερο ἀπό τόν Νεῖλο ποταμό ξεχύνει τά χρυσόρειθρα νάματα, ὁ χρυσός καί χρυσόγλωσσος Χρυσόστομος...». Αὐτόν ἐπικαλεῖται ὁ σοφός ἡγούμενος, γιά νά ἀνυμνήση τήν δύναμη τοῦ μυστηρίου. Καί παραθέτει, στήν συνέχεια, τόν περίφημο Κατηχητικό Λόγο του, πού τόν ἀκοῦμε κάθε Πάσχα, στό τέλος τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας.
Ἀδελφοί μου, «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»! «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ»!