Skip to main content

Μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος (†1861)

15 Ιαν 2019 20:48

                                                                                                Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου

Σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν, ἐμεῖς δεν θά πάψουμε ν᾽ ἀναφερόμαστε σε ἱερές, ὁδηγητικές μορφές τοῦ παρελθόντος, πρός ἐνίσχυση, ἐνδυνάμωση καί ἀναψυχή. Πολέμησε ὁλόψυχα ξένες ἐπιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τόν ἑτερόδοξο μονάρχη, πού ἔκλεισε πολλά μοναστήρια καί γκρέμισε βυζαντινούς ἱ. ναούς. Γιά τά φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, ἐξορίσθηκε καί φυλακίσθηκε. Οἱ τότε ἐκσυγχρονιστές τόν κατηγόρησαν ὡς ἀγύρτη, γιατί τούς ἐνοχλοῦσαν τά λόγια του. Ὁ λαός ἀκολουθοῦσε τόν ἄδολο μαχητή, τόν ἀκέραιο ἱεροκήρυκα, τόν ἀκτήμονα μοναχό, τόν ὁμολογητή ρασοφόρο. Ἀπό νωρίς ὁ Παπουλάκος, κατάλαβε καλά ὅτι ἡ δυτική θεολογία ἦταν ἀνορθόδοξη καί ἀντιορθόδοξη. Ἡ δυτική θεολογία ἤθελε να κατεβάσει τόν οὐρανό στή γῆ, να διατηρεῖ τούς χριστιανούς στη σκλαβιά, νά καλλιεργεῖ τόν ἀλλαζονικό οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό, πού ἔφερνε τόν ἀθεϊσμό. Ἀποφάσισε ἔτσι νά διδάξει τόν λαό μεγάλες ἀλήθειες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Βαυαροκρατία ἦταν σκληρή ἀπέναντι στόν ὀρθόδοξο κλῆρο. Ἤθελαν νά φραγκέψουν τά πάντα. Ἀντιστάθηκαν σθεναρά, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, οἱ Κολλυβάδες, Φιλοκαλικοί, Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὁ ἄφοβος Παπουλάκος.

Ὁ Χριστoφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Χριστοπανάγος ἤ Παπουλάκος ἤ Παπουλάκης γεννήθηκε στο μικρό χωριό Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων περί τό 1780. Ζοῦσε μέτρια καί μετρημένα, μέ τά τρία ἀδέλφια του, ἐμπορευόμενος ζῶα. Νέος ἀγάπησε τή μελέτη, τήν προσευχή καί τόν μοναχισμό. Ἔτσι ἀναχώρησε γιά τή ἱ. μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Κατόπιν ἐπέστρεψε στό χωριό του και ἔξω αὐτοῦ ἔκτισε ἕνα μοναστηράκι, πού τό ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Μέ πολλές προσπάθειες κατάφερε νά πάρει τήν ἄδεια τοῦ ἱεροκήρυκα. Μέ κόπους καί θυσίες ἄρχισε περιοδεῖες διδάσκοντας κατά τῶν ἄθεων γραμμάτων, σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο.

Τό 1833 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποσχισθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, με πρωτεργάτη τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη, πού πιεζόταν ἀπό τόν Μάουερ. Κυνηγήθηκε ὁ μοναχισμός, οἱ μισσιονάριοι ἐργάζονταν ἀνενόχλητοι καί ὁ Παπουλάκος θέλησε ν᾽ ἀντιδράσει δυναμικά. Συνεχίζει τά κηρύγματά του, παρά τ᾽ ὅτι τοῦ πῆραν τήν ἄδεια, ὡς νέος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τον ἐχθρεύονται καί αὐτόν πολλοί, ὁ Κοραῆς, ὁ Καΐρης, ὁ Φαρμακίδης καί ἄλλοι. Γιά τό ἔργο του συλλαμβάνεται τό 1851 στήν Ἀχαΐα για πρώτη φορά. Ὁ κόσμος τόν ἄκουγε μέ προσοχή καί τόν ὑπεραγαποῦσε. Τά κηρύγματά του στρέφει μέ θεοσημεῖες καί προφητεῖες.

Ὁ λαός τόν ἀκολουθοῦσε πιστά και ἀπτόητα. Μέ προδοσία συνελήφθη τό 1852 καί ὁδηγήθηκε στίς φυλακές τοῦ Ρίο. Στή συνέχεια περιορίσθηκε στή ἱ. μονή Προφήτου Ἠλιοῦ Σαντορίνης καί κατόπιν στη ἱ. μονή Παναχράντου Ἄνδρου. Κι ἐκεῖ δέν ἔπαυσε τίς ψυχωφελεῖς διδαχές καί προτροπές. Ὁ Παπουλάκος ἦταν ἕνας ἁπλός, φτωχός, ἀληθινός καί τίμιος μοναχός. Ἀγαποῦσε τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα, τόν Χριστό και τήν Ἀλήθεια. Ἀκολούθησε τον δρόμο τῆς ὁμολογίας, τοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν. Γι᾽ αὐτό ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε καί τόν τίμησε ὡς ἅγιο. Παρέδωσε το πνεῦμα του στίς 18.1.18

papoulakos