Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας – Κεφάλαια 3-4
ΜΟΡΦΗ ΕΘΝΙΚΗ
Μέσα στον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του Χριστόδουλου, την πρώτη θέση κατέχει η έξαρση η Εθνική. Το έθνος γι’αυτόν είναι το ακατάλυτο σύμβολο, στο δράμα του οποίου αντικατοπτρίζονται οι δίδυμες ιδέες της Φυλής: Θρησκεία και Πατρίδα. Γι’αυτά τα δύο αγωνίζεται, παλεύει, όσο μπορεί. Με το λόγο, με την πέννα, με το σώμα. Γιατί στο ένα βλέπει το Χριστό, στο άλλο την Ελλάδα. Στόχος και πόθος του η Ελλάδα να μείνει χώρα… Ελληνική, Χριστιανική.
Για τον πόθο του αυτό, τον Εθνικό, δεν ξεχνάει ποτέ τους δραματικούς αγώνες του Έθνους, από το 1912 και 1913, μέχρι τις μέρες της Κατοχής και της αντίστασης στους Γερμανούς κατακτητές . Και γράφει έτσι μια από τις πιο όμορφες σελίδες της Ιστορίας της Ελληνικής, που άθελα του τον ανεβάζει στα ύψη μιας προσωπικότητας, Ιστορικής και Εθνικής.
Αυτό δεν τον εμποδίζει να μάθει σωστά, σχεδόν εξονυχιστικά, την ιστορία της εποχής εκείνης.
Ακαταμάχητος στην κόπωση από παιδί , απτόητος στις κακουχίες, Βιβλικός στη μορφή, χρυσορρόας στο λόγο, μεγαλόπρεπος σε όλα, βάζει τα θεμέλια για τον Χριστόδουλο της επόμενης ημέρας.
Η στυγερή περίοδος της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής, δίδει το έναυσμα στην οικογένεια του πατριώτη Παναγιώτη Παρασκευσίδη, πατέρα του Χριστόδουλου, να δράσει στρατηγικά στον αγώνα για την αντίσταση.
Με το θρυλικό ψευδώνυμο «Παππούς», ο Παναγιώτης Παρασκευαίδης, διευθύνει τον αγώνα στη Θράκη. Ακούραστος αγωνίζεται νυχθημερόν με κίνδυνο της ζωής του, μήπως συλληφθεί από τους κατακτητές, για να βοηθήσει το ταλαίπωρο Έθνος. Όλα αυτά ο μικρός Χρήστος τα ζεί από κοντά και γαλουχείται ανάλογα.Η οικογένειά του, μετά από λίγο, μετακομίζει στην Αθήνα γιατί αρχίζει να γίνεται αντιληπτή η δράση του πατέρα Παρασκευαίδη.
Η μορφή του η Εθνική του Χριστόδουλου, προβάλλει ισάξια σε δυναμισμό με τις μεγάλες σύγχρονες ηρωικές μορφές της Ελλάδος.
«Δεν απετέλεσεν ο εκλιπών Πρωθιεράρχης – σχολιάζει η σοβαρή Αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία» – μόνον ηγετικήν μορφή της Ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας. αλλά δια της παραλλήλου εθνικής δράσεως και των ιδεών του, κατετάγη μεταξύ των Εθνικών μορφών, τας οποίας γεραίρει δια τας υψίστας εθνικάς υπηρεσίας που κατηξιώθησαν να προσφέρουν εις την Πατρίδα των».
Ο Χριστόδουλος ως ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΡΗΤΩΡ
Δεν θα είναι άδικος ο χαρακτηρισμός του «νέου Χρυσοστόμου» για τον Χριστόδουλο.Δεν είναι τυχαίο που θεωρείται ως η πλέον εξέχουσα φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ρητορικής. Και δεν είναι άστοχος ο επίζηλος τούτος τίτλος. Άριστος ψυχολόγος και γνώστης της ανθρωπίνης ψυχής.
Με τρόπο θαυμαστό και δεξιότεχνο προσφέρει τις σκέψεις του πάντα στους ακροατές των κηρυγμάτων του. Γλώσσα απλή, καθαρή. Παραδείγματα ζωντανά, σπαρταριστά. Σκέψεις προσγειωμένες στο πεδίο της κοινωνικής ανάγκης. Άγνωστοι γι’αυτόν οι επικίνδυνοι ακροβατισμοί των νεαρών και άτεχνων ομιλητών στους υπεραισθητούς κόσμους των φιλοσοφικών στοχασμών.
Ύφος πάντοτε ανθρώπινο, ενίοτε και ποιητικό, που αυθόρμητα ξεχύνει το κελλάρισμα μιας πίστης ζωντανής για να γοητεύσει και να θερμάνει τον ακροατή. Συγκινεί και διδάσκει συνάμα. Ζεί και αισθάνεται ο κάθε ακροατής τα λόγια που κυλούν απ’το μελίρρητο στόμα του. Βρίσκει κανείς απάντηση στα αναπάντητα ερωτήματα της ψυχής.
Τα νοήματα του καθαρά. Ο κόσμος του συναισθηματικός. Εζωγράφιζε για του λόγου του τις ευαγγελικές και εκκλησιαστικές μορφάς με τρόπον ανάγλυφο, απλό, παραστατικό. Έφερεν εμπρός στους οφθαλμούς του εκκλησιάσματος τα γεγονότα και με αφάνταστη ικανότητα τα έκαμνε παρών. Οι ακροατές του θα ενθυμούνται πάντοτε την βαθειά εκείνη φωνή, η οποία εζωγράφιζε συναισθήματα, καταστάσεις, εγίνετο τρυφερά, ειρωνική, βροντερή, εθώπευε, ερμήνευε, συνεβούλευε, απειλούσε. Κυριολεκτώς χείμαρρος ρητορικής Ικανότητος, ήταν το κάθε κήρυγμα του Χριστόδουλου. Δεν θήρευε την φιλοσοφική επίφαση, ούτε την πρωτοτυπία. Ήταν απλό και δυνατό ομίλημα καρδίας. Ασφαλώς ο Χριστόδουλος επίστευε όπως και ο Γκαίτε, ότι:
«κανενός δεν θ’αγγίξεις την καρδιά, αν ο λόγος δεν βγαίνει απ’την καρδιά σου».
Η γλώσσα του λαού είναι η αδυναμία του Χριστόδουλου. Γιατί είναι η γλώσσα του συναισθήματος και της καρδιάς. Μ’αυτή εκδηλώνει τα εσωτερικά βιώματά του . Στο σημείο αυτό θέλω να καταθέσω μια σκηνή προσωπικής μου στιχομυθίας με τον αείμνηστο Μεγάλο Αρχιεπίσκοπο, όπου ο Χριστόδουλος δεοντολογικά ερμηνεύει την αγάπη του για τη «γλώσσα του λαού».
–«Παιδάκι μου, είπε τότε σοβαρά ο μύστης του θείου λόγου, αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω με τη γλώσσα της καρδιάς μου στο λαό, που τόση ανάγκη έχει να νοιώσει βαθειά τις ιερές αλήθειες και να ακούει κάποιες αλήθειες!»
–«Θυμάμαι ακόμη το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου, παραμονή της εορτής της Αγίας Αικατερίνης , καθόμασταν μετά το λιτό δείπνο στο τραπέζι εργασίας όπου μελετούσε και υπέγραφε τα Συνοδικά έγγραφα. Ο μεγάλος κήρυκας του Ευαγγελίου, ανιστορίζει το βίο της Αγίας, ενώ από τα μάτια του τρέχουν δάκρυα.
–Με κατηγορούν, είπε, ότι τα κηρύγματα μου είναι δακρύβρεχτα, αλλά τούτο για μένα είναι μία φυσική κατάσταση!
Και ήταν το περιστατικό αυτό αρκετό για να με κάνει να καταλήξω συμπερασματικά για τον μεγάλο Αρχιεπίσκοπο:
–«Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο Χριστόδουλος, υπήρξε δημιουργός μιας καινούργιας Σχολής λόγου, που αρκετοί φίλοι και πνευματικά του παιδιά ακολούθησαν και τα κηρύγματα του φλογερά και ζωντανά μαγνήτιζαν χιλιάδες ψυχές οδηγώντας τις στο δρόμο του Χριστού Μεγαλόστομος και φλογερός με ένα είδος ιερό, ρομαντισμού και λυρισμού ταυτόχρονα, κατάφερνε να συγκινήσει βαθύτατα και να δώσει με τρόπο χειροπιαστό, τις ουράνιες αλήθειες».
Είναι αλήθεια, ότι κανείς δεν μπόρεσε να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στον άξιο χειριστή του λόγου και τον μεγαλόπρεπο άρχοντα του άμβωνος. «Ολόχρυσο στόμα» τον ονομάζουν. Εύστοχος και επιτυχημένος ο χαρακτηρισμός. «… Έκλεισε για πάντα το ολόχρυσο στόμα του – γράφει δημοσιογράφος ακροατής του – το στόμα του εκείνο, που όταν ακόμη μαθητής του Λυκείου τον άκουα να κηρύττει κι ενόμιζα πως στον ιερό Άμβωνα του Ναού βρισκόταν ο ίδιος ο Χριστός». Και συνεχίζει ο θαυμαστής των λόγων του. «Πόση βασιλική μεγαλοπρέπεια είχε! Κάθε του κίνηση ήταν κι ένα κήρυγμα εναργές. Κάθε λόγος του έφθανε μέχρι τα μύχια των ακροατών του… Ήταν πραγματικός Αναξ, παρά το μικρό ύψος του…»
«Αλλά το αποκορύφωμα των ικανοτήτων του από Δημητριάδος, Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, υπήρξε το χάρισμα του λόγου. Ο λόγος του, το κήρυγμά του τεθεμελιωμένος στην πίστη, ηρτυμένος με λογοτεχνική υφή, εχυμούτο με το πλούσιο συναίσθημα και ουδέποτε εξέκλινε σε θεωρίες. Ήταν πρακτικός και διδακτικός, συγχρόνως δε τερπνός και συγκινητικός. Ο λαός έλεγε χαρακτηριστικώς περί αυτού «είναι ο μόνος που δεν θέλουμε ποτέ να τελειώσει! Θα μπορούσαμε επί ώρες να τον ακούμε ακούραστα».
Ο Χριστόδουλος είναι γνωστό, ότι συνεκλόνιζε την Αθήνα με τα κηρύγματά του. Από την εποχή που ήταν Δημητριάδος όταν και ερχότανε στην Αθήνα αλλά και όταν εξελέγη Αθηνών, εσυνωθούντο τα πλήθη όλων των τάξεων των ανθρώπων, για να τον ακούσουν στους ναούς και στις πλατείες όπου μιλούσε. Ο γράφων από το 1974, και μετά, πνευματικός υιός του αειμνήστου, πλείστα όσα εκ των γραφομένων εδώ παρακολούθησε και έζησε αυτοπροσώπως. Ο τρόπος του κηρύγματος του έρρεε μιμητός και εδημιούργησε μία νέα Σχολή, τύπου κηρύγματος Χριστόδουλου. Εγνώριζε τον τρόπο να ομιλει στην ψυχή του λαού.
Αυτή η πρώτη μου γνωριμία με τον Χριστόδουλο, που παρέμεινε ζωηρά στην μνήμη μου και ακόμη συγκλονίζομαι εν τη αναμνήσει της.
Το 2004, πραγματοποιήθηκε μία σειρά εκδηλώσεων για το ολοκαύτωμα των Εβραίων στην Συναγωγή των Εβραίων στην Αθήνα. Ήταν προσκεκλημένος να παραστεί και να μιλήσει και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Μετά την θρησκευτική τελετή και αφού ωμίλησαν οι ορισθέντες ρήτορες, οι οποίοι εξήραν την θυσία των Εβραίων σε όλο τον κόσμο, τελευταίος ομίλησε και ο Χριστόδουλος. Και ωμίλησε με το γνώριμο ύφος του. Τα κατάφερε πάλι να μας κάμει να δακρύσουμε, όταν εξήρε τον αγώνα και την θυσία των Εβραίων,των αγωνισαμένων τον τίμιο αγώνα της ελευθερίας αλλά και για την συμβολή μέχρι αυτοθυσίας του τότε Αρχιεπισκόπου και Αντιβασιλέως Δαμασκηνού Παπανδρέου. Και αυτός ο παριστάμενος νεοκλεγείς τότε Πρωθυπουργός της χώρας Κώστας Καραμανλής συνεσπάτο συγκινούμενος διακριτικά, από όσα άκουγε να λέγει ο Αρχιεπίσκοπος, αλλά το σπουδαίον ήταν ότι συνεκινήθησαν και έκλαιγαν και οι ξένοι επισκέπτες των εκδηλώσεων που ήταν από το Ισραήλ και δεν ήξεραν ελληνικά.
Όταν μάλιστα έγινε η αποκάλυψη της μαρμάρινης πλάκας και επερατώθη η τελετή ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επλησίασε για να χαιρετίσει τον Πρωθυπουργό και να αναχωρήσει. Ο Καραμανλής τον αγκάλιασε και γελώντας του είπε (ήμουν αυτήκοος μάρτυς, διότι έτυχε να είμαι πλησίον στον Πρωθυπουργό):
– Καλά το οτι θα κάνατε εμάς τους Έλληνες να κλαίμε, το καταλαβαίνω!! Αλλά Μακαριώτατε, να κάνετε να κλαίνε και οι ξένοι που δεν ήξεραν Ελληνικά, αυτό δεν το περίμενα!! Εγέλασεν ο Χριστόδουλος με την καρδιά του και χάρηκε για την φιλοφρόνηση του Πρωθυπουργού και τον εφίλησε.
— Μα τους μετέφραζαν προφανώς, αυτά που έλεγα, του είπε με ταπείνωση.
Και η σκηνή αυτή, μου μένει αλησμόνητη, για τον ζωηρό και φλογερό Αρχιεπίσκοπο.
Ευχή μας: Αντάξιους φυτευτές και οργοτώμους της ουράνιας σποράς ν’αναδεικνύει πάντα ο Κύριος στον επίγειο αμπελώνα Του, ώστε ο λόγος Του πάντα να γίνεται «Ζων, και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος αρμών τε και μυελών, και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας…».