Skip to main content

Ο Άγιος Σπυρίδων και η Άρτα (Μέρος Α΄)

11 Δεκ 2019 13:14

Σύντομος Βίος του Αγίου

Ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Αγίους της Ορθοδοξίας. Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα) από εύπορη οικογένεια βοσκών. Αν και μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα. Νυμφεύθηκε ευσεβή σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη, γρήγορα, όμως η σύζυγός του πέθανε και αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.

Μετά από πολλές πιέσεις του λαού που γνώριζε τον ενάρετο και φιλάγιο βίο του, χειροτονήθηκε ιερέας. Υπήρξε αληθινός ιερέας και διάκονος του Ευαγγελίου. Έτσι όταν χήρεψε η επισκοπή Τριμυθούντος της Κύπρο, δια βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.

Από τη θέση αυτή ο Σπυρίδων προχώρησε τόσο πολύ στην αρετή, ώστε τον αξίωσε ο Θεός να κάνει πολλά θαύματα. Συμμετείχε με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) όπου κατατρόπωσε τους Αρειανούς με το γνωστό σε όλους θαύμα του με το κεραμίδι και έτσι αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.

Το Ιερό Λείψανο και η πορεία του από την Κύπρο στην Κέρκυρα.

Το 648 μ.Χ. λόγω των επιδρομών από τους Σαρακηνούς στην Κύπρο, το λείψανο του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μαζί με το λείψανο της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας (εορτάζει στις 11 Φεβρουαρίου). Παρέμεινε στην βασιλίδα των πόλεων μέχρι λίγο πριν την Άλωση της Πόλης, οπότε μεταφέρθηκε μετά από πολλές περιπλανήσεις στη νήσο Κέρκυρα.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση ένας ιερέας ονόματι Γρηγόριος Πολύευκτος λίγες μέρες πριν την πτώση πήρε τα λείψανα του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας και τα μετέφερε μέσω Σερβίας, Θράκης και Μακεδονίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου. Τρία χρόνια περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέχρις ότου έφτασε στην Κέρκυρα. Όλο αυτό το διάστημα είχε τοποθετήσει τα λείψανα σε σακιά με άχυρα και όποιος τον ρωτούσε τους έλεγε πως είναι τροφή για το υποζύγιό του. Το 1456 μ.Χ. έφτασε στην Κέρκυρα γιατί πίστευε πως τα λείψανα θα ήταν ασφαλισμένα. Τα Επτάνησα εκείνη την εποχή βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα συμπολίτη του πρόσφυγα τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη και του κληροδότησε το λείψανο του Αγίου. Μετά τον θάνατό του ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης άφησε κληρονομιά στους γιούς του στο Λουκά και Φίλιππο το λείψανο του Άγιου Σπυρίδωνα Οι δύο αδελφοί θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο στην Βενετία. Η υπόθεση μάλιστα εκδικάστηκε από την Ενετική Γερουσία. Το ανώτατο δικαστικό όργανο του κράτους αποφάσισε ότι το λείψανο αποτελεί ιδιοκτησία των αδελφών, άρα διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα να το μεταφέρουν όπου εκείνοι επιθυμούν. Τελικά όμως η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε διότι υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τον Κερκυραϊκό λαό και το ανώτατο δικαστικό όργανο δεν επέμεινε και επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες στους λαούς οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τη Βενετική σημαία. Τον Σεπτέμβριο του 1512 συντάχθηκε στην Άρτα ενώπιον του Μητροπολίτου Άρτης Ιακώβου δωρητήριο συμβόλαιο στο όνομα της Ασημίνας Καλοχαιρέτη, κόρη του Φιλίππου, η οποία παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και η οποία με τη σειρά της άφησε διαθήκη που χρονολογείται από τις 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ. και ορίζει πως το Ιερό Λείψανο του Αγίου παραμένει ως κληρονομιά στους γιούς της και στους απογόνους τους.

Στην Κέρκυρα το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο. Την Κυριακή των Βαΐων για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο Σάββατο γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για την διάσωση του νησιού από σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.

Το Ιερό Λείψανο του Αγίου και η Άρτα.

Πιο πάνω αναφέρθηκε ότι για τρία χρόνια περίπου το λείψανο περιπλανήθηκε μέχρι να καταλήξει στην Κέρκυρα. Έγινε επίσης μια σύντομη αναφορά στην επικρατέστερη παράδοση της μεταφοράς του Λειψάνου. Υπάρχει όμως και μια ακόμη παράδοση που συνδέει το Ιερό Λείψανο με την Άρτα. Την αναφέρει ο Μητροπολίτης Άρτης και λόγιος ιεράρχης Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος στο έργο του: «Δοκίμιον Ιστορικής τινός περιλήψεως της ποτέ αρχαίας και εγκρίτου Ηπειρωτικής πόλεως Άρτης και της ωσαυτως νεωτέρας πόλεως Πρεβέζης», εκδ. Τυπογραφείον «ΚΑΛΛΟΥΣ», Εν Αθηναις, 1884. Στη σελίδα 40 του βιβλίου αυτού αναφέρεται ο Σεραφείμ στο χωριό «Πλησιοί» ή «Πλούσιοι»,  το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα. Εκεί λοιπόν αναφέρει τα κάτωθι:

«Το χωρίον τούτο, λέγεται, ήν ποτέ λίαν καλώς οικούμενον και πλούσιον, εξ’ ου και η κλήσις αιτία δε της ερημώσεως αυτού, ως άδεται εστίν η εξής. Εν αυτώ μετηνάστευσε την ΙΕ’. εκατονταετηρίδα, μετά την άλωσιν της Κων/πόλεως, είς εκ της οικογενείας των Χαιρετών [1], ιερεύς Γεώργιος Χαιρέτης ή Καλοχαιρέτης επωνυμούμενος, φέρων μεθ’ εαυτού τα Ιερά Λείψανα του αγίου Σπυρίδωνος και της αγ. Θεοδώρας της Αυγούστας συζύγου Θεοφίλου του Αυτοκράτορος, της και τας αγίας εικόνας συν τω αγ. Μεθοδίω τω πατριάρχη αναστελωσάσης. Επειδή δε οι κάτοικοι, υπό κερδοσκοπίας και ανευλαβείας ορμώμενοι, επραγματεύοντο ίνα πωλήσωσιν εις ετεροθρήσκους ταύτα, οδηγηθείς κατ’ όναρ ο ειρημένος ιερεύς Χαιρέτης υπό των αγίων, ανεπιστρεπτί ανεχώρησε διά Σαλαχώρας (επίνειο Άρτας, Σαλαώρα, σημερινή Κορωνησία) μετ’ αυτών νύκτωρ και μετέβη εις Κέρκυραν, όπου το μεν της αγίας Ι. λείψανον παρέδωκεν εις την Κοινότητα, ήτις κατέθηκεν αυτό εις τον ιερόν ναόν της Μητροπόλεως∙… Ένεκα λοιπόν της ανευλαβείας και της μυσαράς κερδοσκοπίας των κατοίκων, μετρουμένων ήδη εν δακτύλοις και ουδέ ποτε πολλαπλασιαζομένω, κατερημώθη εκ της εποχής εκείνης κατά μικρόν το ωραιότατον τούτο χωρίον ».

Δεν γνωρίζουμε αν όντως ευσταθεί η μαρτυρία του Σεραφείμ Ξενόπουλου, πάντως είναι απορίας άξιο το ότι παρόμοια μαρτυρία υπάρχει και στο Ωρολόγιο το Μέγα της Αποστολικής Διακονίας (Εκδ. ΙΘ’, 2015) στη σελίδα 268: «Περί δε τα μέσα του Ζ’ αιώνος δια τας τότε των βαρβάρων επιδρομάς, το ιερόν λείψανον μετεκομίσθη εις Κ/πολιν, όπου διέμεινε τιμώμενον και υπ’ αυτών των βασιλέων. Προ δε της αλώσεως αυτής, γενομένης τω 1453 έτει, τη 29 Μαΐου, ιερεύς τις την κλήσιν Γεώργιος, την επωνυμίαν Καλοχαιρέτης, εφημέριος εν τω ναώ ένθα το ιερόν τούτο κατέκειτο λείψανον ομού και το της αγίας Θεοδώρας της αυτοκρατείρας, λαβών αυτά, διά τον επικείμενον κίνδυνον, και διά της Σερβίας περιελθών, κατήλθε μέχρι της Άρτης∙ κακείθεν, αυξανομένων καθ’ εκάστην των του γένους ατυχημάτων, μετέβη εις Κέρκυραν περί το 1460 έτος».

Τρίτη πηγή που αναφέρει το γεγονός της παραμονής των δύο λειψάνων στην Άρτα είναι απ’ το βιβλίο του πρωτοπρεσβυτέρου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας π. Ιωάννη Σκιαδόπουλου: «Άγιος Σπυρίδων- Η ιστορία του Ιερού Ναού και του πανίερου Λειψάνου», στη σελίδα 4, καταλήγει μετά από πολλές αιτιάσεις και ιστορικές αναφορές ότι: «Εμείς δεχόμαστε ανεπιφύλαχτα την εκδοχή ότι ο Καλοχαιρέτης οδήγησε το πλοιάριο με το πολύτιμο φορτίο στις εκβολές του ποταμού Πηνειού, φόρτωσε τα λείψανα σε κάποιο ζώο, τοποθετώντας τα μέσα σε σακκιά με άχυρα, όπως το θέλει και η παράδοση, για να ξεγελάσει τους Τούρκους κατακτητές, και από εκεί έφθασε στην Άρτα με τελικό προορισμό την Κέρκυρα»

[1] Η οικογένεια Χαιρέτη, είναι σήμερα διασκορπισμένη σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Τις πρώτες αναφορές του ονόματος Χαιρέτη τις συναντάμε τον 14ο αιώνα, στην Κωνσταντινούπολη. Την περίοδο εκείνη, και επί Πατριαρχείας των Καλλίστου και Φιλόθεου, εξελίσσεται στην Κωνσταντινούπολη η αίρεση του Γρηγορίου του Ακίνδυνου. Ο ιερέας, Μανουήλ Καλοχαιρέτης, ο οποίος είχε εισχωρήσει στην αίρεση, με δήλωσή του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλώνει ότι αποδέχεται τις καταδικαστικές αποφάσεις του Πατριαρχείου, για την αίρεση του 1341. «Εγώ ιερεύς ο Καλοχαιρέτης, επεί παρεσύρθην διά την ιδιωτείαν μου παραμέρους των κακοδόξων αιρετικών Ακινδυνάτων και διά την αμαρτίαν μου εσκοτίσθη περί το φως της αληθείας… Ο ευτελής ιερεύς Μανουήλ ο Καλοχαιρέτης στέργων υπέγραψα». Λίγο νωρίτερα, το 1321, συναντάμε και άλλο Καλοχαιρέτη, στρατιωτικό, κατά τον εμφύλιο των δύο Ανδρονίκων, θείου και ανιψιού. Ο Καλοχαιρέτης, στάλθηκε από το στρατόπεδο του ανιψιού Ανδρόνικου, προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο, προκειμένου να βρει λύση στην διένεξη. Και όπως αναφέρει ο Ιωάννης Καντακουζηνός (Ιστοριών, βιβλ. Α. κε΄κστ΄, έκδοση Βιέννη 1828, σελ. 129 και 133), εντέλει ο Καλοχαιρέτης, «συνετώς άγαν τας αποκρίσεις ανθυπενεγκών, προσέκλινε τους πόδας ζητών την ειρήνην, αλλά, χωρίς να είναι υπεύθυνος διά τούτο, άπρακτος, απήλθεν εκ του Βυζαντίου». Θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ, ότι το επίθετο, Καλοχαιρέτης – Χαιρέτης, είναι ακριβώς το ίδιο. Την περίοδο εκείνη, ήταν συχνή πρακτική να μπαίνει το επίθετο «καλός» μπροστά από τα επίθετα, όταν ήθελαν να δώσουν έμφαση για το καλό έργο κάποιου. Π.χ., Καλοϊωάννης, Καλομαρία κτλ.

Τέλος πρώτου μέρους