
Ιερατική Σχολή Άρτας (Β' Μέρος)
Σύμφωνα με το άρθρο 11, ο διευθυντής της Σχολής θα έπρεπε να:
1. Είναι Έλληνας πολίτης
2. Είναι Ορθόδοξος χριστιανός
3. Είναι κληρικός, τουλάχιστον πρεσβύτερος
4. Είναι Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Σε περίπτωση που δεν υπήρχε κάποιος με αυτά τα προσόντα, θα μπορούσε να γίνει διευθυντής της σχολής κάποιος αριστούχος άλλης Ιερατικής σχολής μέχρι να βρεθεί ο άνθρωπος με τα προαναφερθέντα προσόντα.
5. Μην έχει καταδικαστεί για πλημμέλημα ή παράπτωμα από πολιτικό ή
εκκλησιαστικό δικαστήριο. (Φωτ. 1).
Ο μισθός του διευθυντού ορίζονταν στις διακόσιες (200) δραχμές μηνιαίως (Άρθρο 12). Με τα άρθρα 13,14,15 ορίζεται το διδακτικό και βοηθητικό προσωπικό της σχολής. Όλα τα στελέχη της σχολής θα πληρώνονταν από το ταμείο αυτής.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο του Βασιλικού διατάγματος αποτελούν οι «Πόροι» (Έσοδα) της σχολής, με τους οποίους θα καλύπτονταν τα λειτουργικά έξοδα και οι αμοιβές του προσωπικού της σχολής.
Τα κύρια έσοδα της σχολής προέρχονταν από: α) τα ετήσια εισοδήματα των κτημάτων που ανήκαν στον ιερό ναό της Μητροπόλεως, β) τις ετήσιες εισφορές των ιερών μονών της Μητροπόλεως, γ) τα κληροδοτήματα και τις ετήσιες εισφορές του οικείου ποιμενάρχου ή τις προαιρετικές εισφορές κληρικών και λαϊκών. (Φωτ. 5,6).
Τα χρήματα αυτά έπρεπε να καταθέτονται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τα διαχειριζόταν τριμελής διοικούσα επιτροπή με έδρα την Αθήνα. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο εκάστοτε πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Μέλη της επιτροπής ήταν ο Βασιλικός Επίτροπος που ήταν στην Ιερά Σύνοδο και ο Τμηματάρχης του εκκλησιαστικού τμήματος του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών.
Γραμματέας της επιτροπής ήταν ο Γραμματέας του εκκλησιαστικού τμήματος του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών. Η επιτροπή μεριμνούσε για την ανάληψη ή κατάθεση χρημάτων από την Εθνική Τράπεζα προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της σχολής.
Η τριμελής αυτή επιτροπή προσέφερε τις υπηρεσίες της προς την Ιερατική σχολή αφιλοκερδώς. Μόνο ο Γραμματέας της πληρωνόταν από το ταμείο της σχολής με το ποσό των 50 δραχμών μηνιαίως (Άρθρα 16-19).
Επιπλέον με το Βασιλικό Διάταγμα, οριζόταν και πενταμελής εφορευτική επιτροπή, που σκοπό και καθήκον της είχε την συντήρηση της σχολής και την πρόοδο των σπουδαστών της. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο εκάστοτε επιχώριος Μητροπολίτης. Τα άλλα τέσσερα μέλη ήταν: δύο μέλη μορφωμένοι κληρικοί και δύο «ενάρετοι» λαϊκοί, τους οποίους πρότεινε ο οικείος Ποιμενάρχης και ενέκρινε το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών. (Φωτ. 3).
Τα βασικά καθήκοντα της εφορευτικής επιτροπής ήταν τρία (3):
1. Να εισπράττει τα οριζόμενα απ’ το άρθρο 16 χρήματα και να τα αποστέλλει στην τριμελή επιτροπή στην Αθήνα, ώστε να κατατίθενται στην Εθνική Τράπεζα.
2. Να συντάσσει τον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών και να τον αποστέλλει στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και την τριμελή επιτροπή, για έγκριση.
3. Να ζητάει από την τριμελή επιτροπή κάθε μήνα την αναγκαία πίστωση χρημάτων για τις ανάγκες της σχολής.
Τέλος η εφορευτική επιτροπή όφειλε να δίνει λόγο κατ΄ έτος για τα πεπραγμένα της όχι μόνο στην τριμελή επιτροπή αλλά και στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών (Άρθρα 20- 23).
Το προτελευταίο άρθρο του Βασιλικού Διατάγματος, ορίζει ότι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Άρτης δικαιούται να κατοικεί στο μέγαρο της Σχολής, αλλά τα έξοδα συντήρησης του μεγάρου και του Ιερού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, που βρίσκεται πλησίον της σχολής, θα επιβαρύνουν τον ίδιο (Άρθρο 24).
Στο τελευταίο άρθρο 25 του Βασιλικού Διατάγματος δίνεται η δυνατότητα απ’ τα έσοδα της σχολής να καταρτισθεί, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, ένα είδος φιλόπτωχου ταμείου, για ενδεείς κληρικούς αλλά και γενικότερα για όλους τους κληρικούς της μητροπόλεως, έως ότου βρεθεί τρόπος να μισθοδοτούνται οι κληρικοί.
Το Βασιλικό διάταγμα υπογράφεται από τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α’ (Φωτ. 2) και τον Υπουργό των Εσωτερικών Κυριακούλη Π. Μαυρομιχάλη.(Φωτ. 4).
Με αυτό, λοιπόν το διάταγμα τέθηκε ο θεμέλιος λίθος δημιουργίας της Ιερατικής Σχολής Άρτας.